Η καλλιέργεια βαμβακιού στη Θεσσαλία και οι προτάσεις των Ολλανδών μελετητών

Του Κώστα Μπαρμπούτη, Οικονομολόγου, Περιφερειακού Συμβούλου Καρδίτσας

Μετά τις πλημμύρες του ΙΑΝΟΥ και του DANIEL τέθηκε αναγκαστικά στο δημόσιο διάλογο το ζήτημα των αγροτικών καλλιεργειών στη Θεσσαλία, τη σχέση τους με τις χρησιμοποιούμενες ποσότητες νερού και οι δυνατότητες μιας συνολικής αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών. Στη μελέτη που προσφάτως κατέθεσαν οι Ολλανδοί μελετητές, προτείνεται η αντικατάσταση  των καλλιεργειών βάμβακος με δενδροκαλλιέργειες ή άλλες καλλιέργειες που δεν απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού για άρδευση. Για το θέμα της εν λόγω αναδιάρθρωσης και της επίλυσης των συναφών προβλημάτων της Θεσσαλίας θα διατυπώσω στη συνέχεια τις απόψεις μου.

Γενικά, εκτιμώ ότι οι προτάσεις των Ολλανδών, για τις οποίες έχει εκφράσει έντονα τις διαφωνίες της η Περιφερειακή Αρχή Θεσσαλίας,  δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής και να έχουν επιτυχία.  Πιθανόν, οι Ολλανδοί μελετητές να αγνοούν βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πρωτογενή τομέα της Θεσσαλίας και τη διαχείριση του υδατικού δυναμικού της. Ποια είναι τα στοιχεία αυτά:

(α) Ο μηχανικός εξοπλισμός των θεσσαλών αγροτών σχετίζεται με την καλλιέργεια βαμβακιού. Κάθε μεταβολή στις χρήσεις των αγροτικών εκτάσεων και αλλαγή στις καλλιέργειες προϋποθέτει αντικατάσταση του γεωργικού εξοπλισμού και σημαντική οικονομική επιβάρυνση των αγροτών, η οποία προφανώς κατά την περίοδο αυτή και ύστερα από τις καταστροφικές πλημμύρες δεν είναι εύκολο να αναληφθεί από τους θεσσαλούς αγρότες.

(β) Η καλλιέργεια βαμβακιού στη Θεσσαλία ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1970, δηλαδή αριθμεί περίπου 50 χρόνια. Το βαμβάκι χαρακτηρίζονταν ως «λευκός χρυσός», αφού στην καλλιέργεια του στηρίχθηκε η οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλίας. Οι καλλιεργητές στη διάρκεια των 50 χρόνων έχουν εκπαιδευτεί στην καλλιέργεια βαμβακιού και συνεπώς, πριν από κάθε γεωργική αναδιάρθρωση απαιτείται κατάλληλη ενημέρωση και εκπαίδευσή τους. Η εκπαίδευση αυτή είναι εύκολη για τους νέους στην ηλικία αγρότες και πολύ δύσκολη για τους μεγαλύτερους στην ηλικία, οι οποίοι αποτελούν την πλειονότητα των θεσσαλών αγροτών και εμφανίζουν «αδράνεια» στις μεταβολές αυτές. Επιπλέον, η εκπαίδευση απαιτεί σημαντικό χρόνο και κόστος, ενώ δεν είναι εύκολο να υλοποιηθεί βραχυπρόθεσμα.

(γ)  Η βασική επιχειρηματολογία στην οποία στηρίζονται οι προτάσεις των Ολλανδών αφορά στην έλλειψη νερού για άρδευση. Η Θεσσαλία δεν στερείται αρδευτικού νερού, αλλά ορθολογικής διαχείρισής του. Κατά την περίοδο του χειμώνα η Θεσσαλία υποφέρει από τις πλημμύρες, ενώ κατά τη θερινή περίοδο από την ξηρασία. Η κατασκευή των κατάλληλων φραγμάτων (Φάρσαλα, Μουζάκι, Πύλη) θα επιλύσει τα προβλήματα των πλημμυρών και της ξηρασίας και συνεπώς, όποια αναδιάρθρωση καλλιεργειών γίνει, θα οφείλεται στην επιδίωξη μεγαλύτερων οικονομικών γεωργικών αποδόσεων από τους καλλιεργητές και όχι στην αναγκαστική επιβολή.

Συμπερασματικά, η αναδιάρθρωση των γεωργικών καλλιεργειών στη Θεσσαλία θα πρέπει να γίνει σε βάθος χρόνου, να βασίζεται στην επιδίωξη μεγαλύτερων εισοδημάτων για τους αγρότες και όχι στην επίλυση των προβλημάτων που οφείλονται στις πλημμύρες ή στην έλλειψη αρδευτικού νερού. Το διατιθέμενο νερό στη Θεσσαλία είναι υπεραρκετό για να καλύψει τις ανάγκες της Περιφέρειας, αρκεί να γίνουν τα κατάλληλα έργα και η κατάλληλη διαχείρισή του.

Εκτιμούμε ότι το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας θα πρέπει να αναλάβει την εκπόνηση σχετικών μελετών και να ηγείται σε κάθε ανάλογη προσπάθεια για την επίλυση των παραπάνω προβλημάτων της θεσσαλικής πεδιάδας. Η ανάθεση μελετών σε γραφεία του εξωτερικού δεν είναι πάντοτε η επιτυχέστερη επιλογή, αφού τα γραφεία αυτά δεν γνωρίζουν βασικές παραμέτρους των προβλημάτων αυτών, ενώ είναι αδύνατο σε διάρκεια μερικών μηνών, που συντάσσουν τις μελέτες, να κατανοήσουν απολύτως τις τοπικές συνθήκες και τα γενικότερα χαρακτηριστικά της Θεσσαλίας.