Η αδυναμία εξεύρεσης στέγης σε νέα ζευγάρια αλλά και φοιτητές είναι πλέον εμφανής τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Αυτό δεν προέκυψε κάποια μέρα ξαφνικά. Το στεγαστικό πρόβλημα στη χώρα μας έχει προφανώς τις αιτίες του. Η έλλειψη σχεδιασμού του κράτους σε σχέση με τις αυξανόμενες ανάγκες του πληθυσμού της χώρας οδήγησε βαθμιαία στη σημερινή στεγαστική κρίση. Η ευθύνη βαραίνει αυταπόδεικτα την κυβέρνηση που θα έπρεπε να μεριμνήσει αφ’ ενός για την ύπαρξη πλαφόν στις τιμές των ενοικίων των κατοικιών και αφετέρου να επιδοτήσει ενοίκια κι αγορές κατοικιών σε νέα ζευγάρια και φοιτητές. Μια ματιά στη σημερινή πραγματικότητα όσον αφορά στο στεγαστικό πρόβλημα στη χώρα θα μας κάνει πιστεύω σοφότερους. Σύμφωνα με έγκυρες μελέτες την πενταετία από το 2018 έως το 2023 οι τιμές σωρευτικά των ενοικίων, ιδιαίτερα στο Λεκανοπέδιο της Αττικής, αυξήθηκαν μεταξύ 35% και 45%. Αυξήσεις διαπιστώνονται και σε άλλες αστικές περιοχές. Παράλληλα σε σχέση με τα τραπεζικά δάνεια είχαμε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022 – 2023 την συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων βάσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως μέτρο ανάσχεσης του πληθωρισμού.
Αυτό οδήγησε ουσιαστικά σε δύο μεγάλα προβλήματα: 1) Ο εγκλωβισμός στην ενοικιαζόμενη κατοικία μπρος στο αυξανόμενο κόστος δανεισμού 2) Η μείωση αισθητά του επιπέδου ζωής για την κάλυψη του στεγαστικού κόστους με τις αυξήσεις των ενοικίων που αποτελούν «θηλειά στο λαιμό».
Είναι προφανές ότι η αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός μηχανισμού δημιουργίας κοινωνικών κατοικιών από το κράτος αλλά και αντίστοιχων προγραμμάτων ανακαίνισης. Οι κοινωνικές κατοικίες που διατέθηκαν από την επίσημη πολιτεία σε πολίτες ήταν ελάχιστες σε αριθμό σε σχέση με το πρόγραμμα που έχουν εκπονήσει άλλα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Πορτογαλία, ως μια χώρα με αντίστοιχο πληθυσμό με την Ελλάδα, έχει προχωρήσει ήδη σε κατασκευή ή ανακατασκευή περίπου 25.000 κατοικιών οι οποίες θα διατεθούν σε πολίτες λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικά κι εισοδηματικά κριτήρια.
Παράλληλα στην αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος θα βοηθούσαν και μια σειρά άλλων παρεμβάσεων όπως η βελτίωση του προγράμματος «Ανακαινίζω- ενοικιάζω» το οποίο πρέπει να επεκταθεί και για τους ενοικιαστές σε μεγαλύτερο βαθμό καθώς το συγκεκριμένο πρόγραμμα ευνοεί περισσότερο τους ιδιοκτήτες που μπορούν να αγοράσουν κατοικίες ή που έχουν ήδη στη διάθεσή τους κατοικίες προς ενοικίαση.
Τέλος ως οικονομικό εργαλείο είναι χρήσιμο να επιδοτούνται οι ενοικιαζόμενες κατοικίες σύμφωνα με κοινωνικά και εισοδηματικά κριτήρια, σε μεγαλύτερο βαθμό, για να αποφεύγεται η οικονομική στενότητα σε πολίτες που νοικιάζουν σήμερα κατοικίες και που αδυνατούν ν’ ανταπεξέλθουν στις καθημερινές τους ανάγκες.
Τσιάκαλος Γεώργιος