Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε ως αβάσιμες όλες τις προσφυγές εκπαιδευτικών και γονέων μαθητών που τάσσονταν κατά των υποχρεωτικών self tests στα σχολεία, με το σκεπτικό ότι η εφαρμογή τους επιβάλλεται για επιτακτικούς λόγους δημόσιας υγείας.
Η απόφαση του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας «κλείνει» το θέμα, αφού κρίνει οριστικά και αμετάκλητα πως τα επίμαχα υγειονομικά μέτρα που ελήφθησαν με την προσβαλόμενη Κοινή Υπουργική Απόφαση, αποβλέπουν «στην αντιμετώπιση επιτακτικών λόγων δημοσίας υγείας, κατ΄ εκτίμηση των επιδημιολογικών και υγειονομικών δεδομένων, αλλά και των συμφερόντων των παιδιών, κατόπιν των εισηγήσεων επιτροπών από ειδικούς, κατά την επιστημονική κρίση των οποίων ο υποχρεωτικός διαγνωστικός έλεγχος αποτελεί προληπτικό μέτρο, πρόσφορο και αναγκαίο, σε συνδυασμό με τα ήδη υφιστάμενα μέτρα δημόσιας υγείας για τη δημιουργία μέγιστων όρων ασφαλείας κατά τη διά ζώσης επαναλειτουργία των εκπαιδευτικών μονάδων σε συνθήκες πανδημίας».
Υπενθυμίζεται ότι στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει 62 γονείς μαθητών και εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που στρέφονταν κατά της σχετικής ΚΥΑ για την εφαρμογή του υποχρεωτικού διαγνωστικού ελέγχου (self test) ή του μοριακού ελέγχου rapid test (PCR) νόσησης από COVID-19 για την είσοδό τους στα σχολεία.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, τα εν λόγω μέτρα «εντάσσονται στη δημόσια πολιτική υγεία για την αντιμετώπιση της πανδημίας και ενισχύουν την υφιστάμενη διαγνωστική στρατηγική, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η σταδιακή άρση των σοβαρότατων περιορισμών που ίσχυσαν κατά τη διάρκεια του τρίτου κύματος της πανδημίας και για την αποκατάσταση της κοινωνικοοικονομικής ζωής της χώρας υπό συνθήκες ασφαλείας και μείζονος επιδημιολογικής επαγρύπνησης, εν όψει των εξάρσεων της νόσου, των συνεχών μεταλλάξεων του ιού και του περιορισμένου ποσοστού εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας τονίζουν επίσης στην απόφαση ότι σκοπός των υποχρεωτικών διαγνωστικών ελέγχων είναι η «αντιμετώπιση της σοβαρής απειλής στη δημόσια υγεία από την εξάπλωση της ιδιαίτερα μεταδοτικής και με αυξημένο ποσοστό θνησιμότητας στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, άγνωστης και μη ιάσιμης νόσου, καθώς και για την ενίσχυση των αντοχών του εθνικού συστήματος υγείας, προκειμένου να ανταπεξέλθει στην πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση που προκλήθηκε».
Υπενθυμίζεται πως απορριπτική ήταν και η απόφαση στην αίτηση αναστολής που είχε κατατεθεί επίσης από τους προσφεύγοντες για το ίδιο θέμα.