τοῦ Ἀρχιμ. Βαρλαὰμ Μετεωρίτου
Στὴν ἥσυχη κωμόπολη τῆς Βηθανίας, στὴν ἄκρη τοῦ ἱεροῦ δρόμου ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Ἱερουσαλήμ, ἕνας θρῆνος δονεῖ τὴν ἀτμόσφαιρα. Ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Λάζαρος, ἔχει πεθάνει. Οἱ ἀδελφές του, ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία, ἀπαρηγόρητες, παραμένουν δίπλα στὸν τάφο, ἐνῶ τὸ χωριό θρηνεῖ τὴν ἀπώλειά του. Ἔχουν περάσει τέσσερις ἡμέρες, καὶ ὁ θάνατος δείχνει πιὰ ἀμετάκλητος.
Καὶ τότε, στὸν ὁρίζοντα φαίνεται ὁ Χριστός. Ὁ Κύριος, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε τὸν Λάζαρο, πλησιάζει, μὲ βλέμμα ποὺ δὲν ἐκπέμπει λύπη, ἀλλὰ μία βαθιά, θεϊκὴ σιγουριά. Ἡ Μάρθα τρέχει κοντά Του καὶ μὲ φωνὴ ῥαγισμένη ἀπὸ τὴν θλίψη, ἀναφωνεῖ: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἀπέθανε!» Ὁ Χριστὸς τὴν κοιτάζει καὶ μὲ φωνὴ ὅλο ἔλεος, ἀπαντᾷ: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται».
Οἱ ἀνθρώποι παρακολουθοῦν. Κάποιοι ἀπορημένοι, κάποιοι μὲ ἐλπίδα νὰ φωτίζῃ τὰ μάτια τους. Ὁ Χριστὸς πορεύεται πρὸς τὸν τάφο. Ζητᾷ νὰ ἀνοίξουν τὴν εἴσοδο. Ὁ ὄχλος ἀνασαλεύει. «Κύριε, ἤδη ὄζει, τεταρταῖος γάρ ἐστιν!» ψελλίζει ἡ Μάρθα. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαντᾷ μὲ λόγια. Ὑψώνει τὰ μάτια Του πρὸς τὸν Πατέρα καὶ μὲ φωνὴ δυνατὴ ἀναφωνεῖ: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!»
Στιγμές ἀγωνίας. Ὁ ἄνεμος μοιάζει νὰ σταματᾷ. Καὶ τότε, μέσα ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ τάφο, μία μορφὴ κινεῖται. Ὁ Λάζαρος, μὲ τὰ νεκρικὰ σάβανα ἀκόμα τυλιγμένα γύρω του, βγαίνει ζωντανός. Ἔνα κύμα συγκίνησης παρασύρει τοὺς παρισταμένους. Οἱ φωνὲς σπάνε τὴν ἡσυχία: «Θαῦμα! Ζῆ! Ὁ Λάζαρος ζῆ!»
Αὐτὴ ἡ σκηνὴ δὲν εἶναι ἀπλῶς ἕνα θαῦμα. Εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἡ τελικὴ λέξη. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε νὰ προσφέρῃ μόνο παρηγοριά, ἀλλὰ νὰ καταλύσῃ τὴν δύναμη τοῦ θανάτου. Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου γίνεται ἡ προεικόνιση τῆς ἴδιας Του Ἀναστάσεως, ἡ πρώτη ἀκτῖνα φωτὸς πρὶν τὸ λαμπρὸ ξημέρωμα τοῦ Πάσχα.
Καὶ σήμερα, κάθε Σάββατο τοῦ Λαζάρου, ἡ Ἐκκλησία μᾶς θυμίζει: Ὁ πόνος καὶ ὁ θάνατος εἶναι πραγματικοί, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀπάντηση. Στὶς θλίψεις μας, στὶς ἀπώλειές μας, ὅταν ὅλα δείχνουν ἀμετάκλητα, ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ἀντηχεῖ μέσα μας: «Δεῦρο ἔξω!» Ἐλᾶτε στὸ φῶς, στὴ ζωὴ ποὺ νικᾷ τὸν θάνατο.