Σε ένα ολιγάνθρωπο ορεινό χωριουδάκι παντρεύτηκε με προξενιό ένας βλάχος που δεν γνώριζε τίποτα για το σεξ. Η γυναίκα του, αφού πέρασαν δύο μήνες και ο άντρας της δεν της έκανε έρωτα, πήγε στην μάνα της και έκανε παράπονα.
– Μάνα τι άντρα πήρα εγώ; Εδώ και δύο μήνες τώρα στο κρεβάτι έρχεται μόνο για ύπνο. Δεν ξέρω τι να κάνω, είμαι σε απόγνωση… ντρέπομαι να του το πω.
– Να πας στο σπίτι σου κόρη μου, να ξαπλώσεις στο κρεβάτι, να κάνεις την ετοιμοθάνατη και να κλαίς συνέχεια, της είπε η μάνα της…. και πες του να έρθει από εδώ.
Πήγε λοιπόν η άμοιρη στο σπίτι της και έκανε ότι της είπε η μάνα της. Μόλις την άκουσε ο άντρας της, τρέχει στην πεθερά του και της λέει.
– Πεθερά κάτι έπαθε η κόρη σου και αρρώστησε βαριά, τι να κάνω;
– Για να γίνει καλά θα πρέπει να της κάνεις έρωτα, του είπε.
– Και πως το κάνουν αυτό;
– Α! Τράβα στο καφενείο να σου πούνε οι φίλοι σου, του λέει. Πάει λοιπόν στο καφενείο, ρωτάει, μαθαίνει, και πάει στη γυναίκα του.
Να μια φορά, να δυο να και δέκα. Άρχισε τότε να συνέρχεται η γυναίκα του.
Από εκείνη όμως την στιγμή, έπεσε ο βλάχος σε βαθιά μελαγχολία.
– Τι έπαθες άντρα μου; Τον ρωτάει η γυναίκα του…
– Ε να, λέει, εάν ήξερα και πριν για αυτό το γιατρικό, δεν θα είχα αφήσει τόσους συγγενείς και φίλους να πεθάνουν!!!