Ο Λιάκος από το Διάσελο που έγινε κυρίαρχος της νύχτας

Την Πέμπτη το βράδυ, ήταν ίσως μια από τις ελάχιστες φορές που ο Ηλίας Μαροσούλης, δεν κατέβηκε στην Ιερά Οδό με την θρυλική βέσπα του, αλλά αφίχθη μαζί με τον γαμπρό και συνεταίρο του Άγγελο Κοταρίδη στο NOX.

Εκεί που τους περίμεναν σε ένα πάρτι-έκπληξη-γαμπρός και πεθερός έχουν γενέθλια την ίδια μέρα-φίλοι του 80χρονου επιχειρηματία από όλους τους χώρους και μια πλειάδα καλλιτεχνών που έχει συνεργαστεί με τον «κύριο Ηλία» όπως τον αποκαλούν όλοι.

Όπως είπε χαρακτηριστικά ένας εκ των προσκεκλημένων μετά την εμφάνιση δεκαοχτώ τραγουδιστών που έχουν συνεργαστεί μαζί του πάνω στην ίδια σκηνή σε ένα βράδυ, «δεν χρειάζεται να πάω για ένα χρόνο σε μπουζούκια ή μουσική σκηνή μετά το σημερινό».

Κλείνοντας τα 80 του χρόνια, το πάλαι ποτέ παιδάκι από το Διάσελο Τρικάλων που έφυγε σε ηλικία έντεκα χρονών από το χωριό του για να κατέβει στην Αθήνα, μπορεί να υπερηφανεύεται για πολλά.

Δεν το κάνει όμως, επιμένοντας σε μια ηλικία που άλλοι έχουν αποσυρθεί να ξυπνάει πρωί, να καβαλάει την βέσπα του και να δουλεύει όπως όταν ήταν έφηβος, συνήθως μέχρι το πρωί ειδικά τα Σαββατοκύριακα.

Από το Διάσελο στην Αθήνα

Το Διάσελο, είναι ένα χωριό που βρίσκεται στους νοτιοανατολικούς πρόποδες των ορέων Αντιχάσεια και το μέρος που γεννήθηκε το μακρινό πλέον 1944 ο Ηλίας Μαροσούλης.

Είναι η εποχή που η Ελλάδα βυθίζεται στην δίνη του Εμφυλίου και ο μικρός μεγαλώνει στους κόλπους μιας οικογένειας που του προσφέρει ότι μπορεί.

Με το σχολείο δεν τα πάει πολύ καλά και αν κάτι δεν θα ξεχάσει ποτέ είναι η μέρα που ο δάσκαλος έβαλε τους συμμαθητές του να περνάνε και να φτύνουν τον μικρό Ηλία στο πρόσωπο σαν τιμωρία.

Το αποκάλυψε την Πέμπτη το βράδυ ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης που ετοιμάζει την βιογραφία του επιχειρηματία, που κατέβηκε παιδάκι έντεκα χρονών στην Αθήνα, αναζητώντας με την οικογένειά του μια καλύτερη τύχη.

Δεν ξέχασε ποτέ αυτή τη σκηνή, όπως και πολλές άλλες από μια διαδρομή που περιελάμβανε πολλή δουλειά, επιμονή και θέληση σε ένα χώρο που τα λάθη δεν συγχωρούνται εύκολα.

Τα χέρια του πιάνουν, έχει κοφτερό μυαλό και δουλεύει αρχικά σε κυλικείο ενώ αργότερα θα γίνει φωτιστής και βοηθός ηλεκτρολόγου, με την τελευταία ειδικότητα να είναι μια από τις αγαπημένες του.

Τόσο, που κατασκεύασε ένα ηλεκτρολογικό πίνακα μόνος του ο οποίος ακόμη υπάρχει στο θέατρο «Άλσος», δείγμα της επιμονής ενός ανθρώπου που όταν του λένε ότι κάτι δεν γίνεται το φτιάχνει μόνος του.

Η τριβή με τον κόσμο του θεάτρου, θα αποδειχτεί καταλυτική για τον νεαρό πια Ηλία, που είναι ο αγαπημένος ηλεκτρολόγος του Μίκη Θεοδωράκη και με τα πρώτα του χρήματα τα επενδύει στο θέατρο Αθηνά.

Θα ακολουθήσει το «Δελφινάριο», ένα θέατρο μακριά από το κέντρο της Αθήνας, μια πρόκληση γι’ αυτόν τον νεαρό άνδρα που κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου έχει γνωρίσει πολλούς ηθοποιούς, χορευτές και τραγουδιστές.

Το μπαρ εκμεταλλευόταν ο Γιώργος Λαζαρίδης που είχε επινοικιάσει και το θέατρο σε ετήσια βάση και όταν ο Μαροσούλης θέλησε να αναλάβει το μπαρ του αρνήθηκε.

Την επόμενη χρονιά ο κύριος Ηλίας τον περίμενε στη γωνία, και στον διαγωνισμό που έγινε για το μπαρ, έγινε μάχη για τον νέο πλειοδότη, που το προηγούμενο έτος το είχε πάρει με 15.000 δραχμές.

Ο Λαζαρίδης θα πάρει το μπαρ αλλά θα «ματώσει» δίνοντας 180.000 δραχμές και όταν έρχεται face to face με τον Μαροσούλη, ο τελευταίος του λέει: «Του χρόνου θα σου πάρω το θέατρο», όπερ και εγένετο.

Όταν προσεγγίζει των Φώτη Μεταξόπουλο, που είναι πρώτο όνομα σαν χορευτής και του ζητάει να τον ακολουθήσει, ο τελευταίος του λέει ότι για να κατέβει κόσμος στον Πειραιά, θα πρέπει να κλείσει τουλάχιστον τέσσερα πρώτα ονόματα.

Ο Ηλίας Μαροσούλης κλείνει πέντε για μια μεγάλη επιθεώρηση, κάθε βράδυ στο τέλος της παράστασης, βεγγαλικά κάνουν τη νύχτα μέρα στον Πειραιά και ο κόσμος μαθαίνει το «Δελφινάριο» σε δύο 24ωρα.

Κι αυτό είναι μόνο η αρχή.

Ο Κουν, οι προκλήσεις και ο Τσαρούχης

Όταν το 1983 θέλησε να πάρει το κινηματογράφο «Ορφέας» για να τον μετατρέψει σε θέατρο αντιμετώπισε ένα πρόβλημα με το «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν που στεγαζόταν στο υπόγειο.

Το πρόβλημα ήταν ο ήχος, αφού την δεκαετία του ‘80, απαιτούνταν για τον συγκεκριμένο χώρο, μια πολύ ακριβή ηχομόνωση, επειδή οι επιθεωρήσεις υπερπαραγωγή του Μαροσούλη θα δημιουργούσαν τεράστιους κραδασμούς και φασαρία.

Εκτός από τη Ρένα Βλαχοπούλου, τον Θανάση Βέγγο, τον Γιάννη Μιχαλόπουλο, τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τον Φώτη Μεταξόπουλο που πρωταγωνιστούν στην παράσταση «Αλαλούμ Ελλάς», άλλα 125 άτομα δουλεύουν στην συγκεκριμένη παραγωγή του Μαροσούλη.

Ο τελευταίος ξοδεύει περί τα 30.000.000 δραχμές για την τέλεια ηχομόνωση και ανοίγει νέα είσοδο για το «Θέατρο Τέχνης» ενώ η ανακαίνιση του «Ορφέας» θα του κοστίσει συνολικά 80.000.000 δραχμές.

Για να πάρει το «Rex» στην Πανεπιστημίου που προοριζόταν να γίνει πολυκατάστημα προσεγγίζει την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, με την οποία έπαιζε συχνά τάβλι-κανείς τους δεν ήθελε να χάσει- ώστε να καταλήξει στο Υπουργείο Πολιτισμού.

Όταν αυτό έγινε και το επινοικίασε το ανακατασκεύασε από την αρχή και έπεισε τον Γιάννη Τσαρούχη να σκεφτεί ένα θέμα για να ζωγραφίσει την οροφή του θεάτρου.

Ανάμεσα στους δεκατρείς εργάτες που δουλεύουν και φαίνεται σαν να κοιτάνε τον κόσμο να διασκεδάζει από κάτω, δεσπόζει η μορφή του Ηλία Μαροσούλη που κρατάει ένα μυστρί στο χέρι.
Το έργο θα συζητηθεί πολύ όταν ο επιχειρηματίας κλείνει τον Νότη Σφακιανάκη και ο τραγουδιστής φέρεται να λέει ότι ο πίνακας είναι κιτς, κάτι που αρνήθηκε μετ’ επιτάσεως ο κύριος Ηλίας.

Σύμφωνα με το ίδιο το σκηνικό μιας όασης που ήθελε ως σκηνικό ο Νότης δεν ταίριαζε με το έργο και απλά η οροφή καλύφθηκε από έναν έναστρο ουρανό, ώστε να μην υπάρχει κανένα θέμα.

Τα μπαλέτα του Λας Βέγκας και το Γκάζι

Το «Rex» θα ζήσει μεγάλες στιγμές τα επόμενα χρόνια, αφού ο Ηλίας Μαροσούλης έχει μια αισθητική ενίοτε ξεχωριστή από αυτή των ανταγωνιστών του, που έχουν μόνο νυχτερινά κέντρα.

Όταν πείθει τον Σταμάτη Φασουλή και την Μαρινέλλα να συνεργαστούν τους στέλνει με δικά του έξοδα στο Λας Βέγκας για να δουν σόου και να διαλέξουν τα καλύτερα μπαλέτα.

Ενώνει τον Γιάννη Πάριο με τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Μαζωνάκη με την Βανδή, πείθει τον Τόλη Βοσκόπουλο να εμφανιστεί εκεί και στήνει παραγωγές που συζητιούνται.

Όταν αποφασίζει να επενδύσει στο Γκάζι, μια υποβαθμισμένη περιοχή που θεωρείται κακόφημη όλοι σχεδόν τον λένε τρελό, αλλά κύριος Ηλίας έχει δει αυτό που δεν έβλεπαν οι άλλοι.
Ο πρώτος χώρος που στήνει εκεί είναι το «Γκάζι», με μια industrial αισθητική, όπου κυριαρχεί το μέταλλο και εμφανίζεται η Άλκηστης Πρωτοψάλτη.

Θα ακολουθήσει δίπλα το «Χάος» με την Άννα Βίσση, και μετά έρχεται η «Ιερά Οδός», όπου μετά τον Νταλάρα και τους Πυξ-Λαξ βάζει τον Νότη Σφακιανάκη την εποχή που μεγαλουργούσε με θριαμβευτικό αποτέλεσμα.

Κάθε βράδυ κόσμος περιμένει απ’ έξω να μπει σε ένα γεμάτο μαγαζί και ο Μαροσούλης βάζει μεγάλες οθόνες για να βλέπουν οι απέξω το πρόγραμμα, μέχρι να αδειάσει κάτι για να μπουν.

Είναι ίσως ο μοναδικός που καταφέρνει να ισορροπεί μοναδικά ανάμεσα στα μπουζούκια και στους έντεχνους στα μαγαζιά του, πηγαίνοντας σε όλα κάθε βράδυ.

Κάποια παρέα δεν ξέχασε ότι τους έφερε ο ίδιος ένα ποτήρι που χρειάζονταν, παρότι το είχαν πει σε σερβιτόρο πριν από λίγο, δείγμα κι αυτό του ανθρώπου που θέλει όλοι να περνάνε καλά στα μαγαζιά του και να εξυπηρετούνται γρήγορα.

Όπως έχει πει σε φίλους «αυτοί που κάθονται στα πρώτα και στα δεύτερα τραπέζια θα περάσουν σίγουρα καλά, όμως εγώ θέλω να περάσουν καλά και τα παιδιά που έβαλαν ρεφενέ για να ανοίξουν ένα μπουκάλι πίσω ή στον εξώστη».

Στην περιοχή που δεν πίστευε κανείς ο Μαροσούλης θριαμβεύει ανοίγοντας το ένα μαγαζί πίσω από το άλλο, ενώ βλέποντας μπροστά επινοικιάζει το παλιό αμαξοστάσιο, που φιλοξενεί κάθε χρόνο ποικίλες εκδηλώσεις.

Όταν πήρε το «Άλσος» κανείς δεν πίστευε ότι θα το αναστήσει ξανά, αφού ήταν μια υποβαθμισμένη περιοχή και κατάφερε με σωστές και μελετημένες κινήσεις να του δώσει πάλι ζωή.

Μόνο αυτός και οι δικοί του άνθρωποι πίστευαν στην επανεκκίνηση του ιστορικού χώρου και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε πλήρως ενώ η Δήμητρα Παπαδοπούλου που συνεργάζεται μαζί του στον συγκεκριμένο χώρο θυμήθηκε μια ωραία ιστορία.

Όταν ετοίμαζε τους «Απαράδεκτους» και του το είπε μαζί με κάποιες λεπτομέρειες για το σήριαλ και τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο κύριος Ηλίας της είπε ότι θα αδειάζουν οι δρόμοι όταν παίζεται.

Η ξερή, η οικογένεια και η παρέλαση

Σχεδόν καθημερινά συναντιέται με φίλους του από διάφορους χώρους για να παίξουν χαρτιά-η ξερή με αντίπαλο τον Κώστα Λαλιώτη και τον Γιώργο Λιάνη π.χ. είναι το αγαπημένο του παιχνίδι-με τον κερδισμένο να εισπράττει ένα ευρώ!

Για τους ανθρώπους που τον ξέρουν πολύ καλά, το παιδάκι εκείνο που κάποτε τον αποκαλούσαν «Ο Λιάκος ο πεινάλας» όπως είπε ο Χρήστος Χωμενίδης, άλλαξε χωρίς να μεταλλαχθεί το μέσα του.

Εξακολουθεί να ντύνεται απλά, να δουλεύει πολύ-ζει για πηγαίνει από το ένα μαγαζί στο άλλο ώστε να διαπιστώσει ότι όλα πηγαίνουν ρολόι-και αντιπαθούσε πάντα το φαίνεσθαι και την επίδειξη, σε βαθμό που να μην βρίσκεις ούτε ένα βιογραφικό του.

Λατρεύει την Έφη, την κόρη που του χάρισε η γυναίκα της ζωής του Εύα, αυτή που στάθηκε πάντα δίπλα του στις όμορφες αλλά κυρίως τις δύσκολες στιγμές.

Την ίδια λατρεία έχει για τον γαμπρό του Άγγελο Κοταρίδη, που είναι ο συνέταιρος του στην εταιρία ΜΚ Group of Companies, ενώ στην βραδιά των γενεθλίων του συγκινήθηκε με τα λόγια της εγγονής του σε ένα βίντεο.

Μέσα από αυτό παρέλασαν ηθοποιοί και τραγουδιστές που δεν μπόρεσαν να δώσουν το παρόν στη βραδιά, οι οποίοι θυμήθηκαν ιστορίες με τον κύριο Ηλία και του ευχήθηκαν τα καλύτερα.

Δεκαοχτώ ερμηνευτές που έχουν συνεργαστεί μαζί του κατά περιόδους εμφανίστηκαν στην σκηνή του NOX για να τιμήσουν έναν άνθρωπο που πάντα σεβόταν υπέρμετρα τον καλλιτέχνη, όπως έλεγαν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις.

Όλοι μίλησαν με τα καλύτερα λόγια, ο Αντύπας τον έκανε να κλάψει όταν του τραγούδησε το «Αίμα μου» που είναι από τα αγαπημένα του κομμάτια, ενώ την βραδιά έκλεισε ο Αντώνης Ρέμος με το «Μy Way».

Ίσως επειδή ο στίχος «I did it my way» δηλαδή «τα έκανα με τον δικό τρόπο» ταιριάζει απόλυτα στον 80χρονο κύριο Ηλία, που εξακολουθεί να δουλεύει, όπως εκείνος ο πεισματάρης ηλεκτρολόγος, κάποιες δεκαετίες πριν.