Νέα έρευνα-σοκ για το Δημογραφικό: Γερνάει και φθίνει η Ελλάδα

«Σβήνει» η Ελλάδα που γνωρίσαμε, με τη διαρκή μείωση των γεννήσεων που παρατηρείται στις νεότερες γενιές, ενώ αλλοεθνείς και αλλόθρησκοι πληθυσμοί συρρέουν εξ Ανατολών και αλλοιώνουν πληθυσμιακά τη «γερασμένη» ελληνική κοινωνία.

Ερευνα που παρουσιάζεται στο τελευταίο τεύχος του «Flash News», ένα ψηφιακό δελτίο που εκδίδεται από το ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τίτλο «Δημογραφικά Προτάγματα στην Ερευνα και Πρακτική στην Ελλάδα», αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στη χώρα μας η μείωση των γεννήσεων άρχισε το 1980, ενώ η αύξηση των θανάτων εμφανίστηκε στις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας!

Αναφερόμενος στην αύξηση των θανάτων, ο συγγραφέας του άρθρου, καθηγητής και επιστημονικός υπεύθυνος του προγράμματος Βύρωνας Κοτζαμάνης δήλωσε: «Στη χώρα μας, ενώ το 1951-1960 κατεγράφησαν 580.000 θάνατοι, το 1991-2000 είχαμε 980.000, το δε 2011-2020 1.200.000 (120.000 ετησίως, κατά μέσο όρο), ενώ το 2021 και το 2022 υπερέβησαν λόγω και του κορωνοϊού τους 141.000».

Οπως ανέφερε: «Οι θάνατοι αυξάνονται σταθερά μετά το 1950, παρότι η θνησιμότητα περιορίζεται, για έναν και μόνο λόγο: οι 65 ετών και άνω αυξήθηκαν ταχύτατα, καθώς από 520.000 στις αρχές του ’50 ανέρχονται στα 2.400.000 σήμερα (πολλαπλασιάστηκαν δηλαδή επί 4,6, ενώ ο συνολικός πληθυσμός επί μόλις 1,4)».

Οι συνθήκες
Από την άλλη πλευρά και σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, ο κ. Κοτζαμάνης επιβεβαιώνει ότι ο αριθμός των γεννήσεων μετά το 1980 μειώνεται δραματικά, καθώς αυτές επηρεάζονται -όπως και οι θάνατοι- και από δυσμενείς συνθήκες, φέρνοντας ως παράδειγμα την πανδημία. Συνεχίζοντας, αναφέρει ότι ο αριθμός τους κάθε έτος «εξαρτάται από τον τελικό αριθμό των παιδιών που θα αποκτήσουν τα ζευγάρια κάθε χρονιά, από την ηλικία κατά την οποία θα τεκνοποιήσουν, και, τέλος, από το πλήθος των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας».

Οι τρεις παραπάνω παράγοντες θεωρεί ο καθηγητής πως εξηγούν την πτωτική πορεία των γεννήσεων, καθώς, όπως επισημαίνει, οι μεταβολές της γονιμότητας, του αριθμού δηλαδή των παιδιών και της ηλικίας κατά την οποία οι γονείς τα απέκτησαν, επηρέασαν καθοριστικά το πλήθος των γεννήσεων, που από 1.540.000 το 1951-60 μειώθηκαν σε 1.020.000 το 1991-2000 και σε 920.000 το 2011-20.

«Οι γεννήσεις αυτές», συνεχίζει ο κ. Κοτζαμάνης, «στην πλειονότητά τους προέρχονται από τις γυναίκες που γεννήθηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Οι γυναίκες των γενεών αυτών περιόρισαν τον αριθμό των παιδιών και ταυτόχρονα τα έκαναν σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία: 2 παιδιά στα 25,8 έτη όσες γεννήθηκαν το 1955, 1,65 στα 27,3 έτη οι γεννηθείσες το 1965, 1,56 παιδιά στα 30,2 έτη όσες γεννήθηκαν το 1975 και μόλις 1,5 παιδί στα 31,5 έτη όσες γεννήθηκαν το 1985. Θα πρέπει όμως να αναφέρουμε ότι την τελευταία δεκαπενταετία αρνητική επίπτωση είχε και το γεγονός ότι το πλήθος των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας μειώθηκε περίπου κατά 450.000 ανάμεσα στο 2008 και το 2022».

Απαντώντας στο ερώτημα που θέτει ο ίδιος, δηλαδή εάν μπορεί να υπάρξει κάποια σταθεροποίηση κατά τις αμέσως επόμενες δεκαετίες στις γεννήσεις και στους θανάτους, ο κ. Κοτζαμάνης θεωρεί ότι είναι αυτό είναι ανέφικτο, καθώς «οι 65 ετών και άνω θα αυξηθούν κατά 700.000-750.000 έως το 2050 και, ακόμη κι αν οι πιθανότητες θανάτου μειωθούν, οι θάνατοι πιθανότατα θα ανέλθουν τα επόμενα 27 χρόνια στους 128.000 ετησίως κατά μέσο όρο, δηλαδή σε περίπου 3.500.000 από το 2023 έως το 2050». Ταυτόχρονα το πλήθος των ατόμων που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία συνεχίζει και μειώνεται σημαντικά…