«Κωπηλατώντας σε πέτρινα πελάγη»

ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ.

Ή αλλιώς : «Κωπηλατώντας σε πέτρινα πελάγη»

Αυτές τις μέρες έχει κατατεθεί στη Βουλή και συζητείται ήδη στην ολομέλεια, στη μέση του καλοκαιριού και με κλειστά σχολεία, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας, με τον ψευδεπίγραφο και παραπλανητικό τίτλο : «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις»

Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αποτελεί μια βαθιά αντιδραστική – αναχρονιστική τομή στα εκπαιδευτικά ζητήματα της χώρας και στοχεύει κυρίως :

Στην επαναφορά της νοοτροπίας του αλήστου μνήμης επιθεωρητισμού. Με τον ασφυκτικό αξιολογικό έλεγχο να ασκείται από πάνω προς τα κάτω κλιμακωτά και ιεραρχικά από μονοπρόσωπα όργανα αξιολόγησης (Περιφερειακός Διευθυντής, Διευθυντής Εκπαίδευσης, περιφερειακός και νομαρχιακός Επόπτης ποιότητας της εκπαίδευσης, Σύμβουλος Εκπαίδευσης, Διευθυντής Σχολικής Μονάδας με υπερεξουσίες). Αξίζει να σημειωθεί ότι στα διορισμένα από την υπουργό Συμβούλια Επιλογής όλων των στελεχών, δεν προβλέπεται από το νόμο η συμμετοχή αιρετών εκπροσώπων του κλάδου, για πρώτη φορά, μετά την περίοδο της δικτατορίας. Όλη αυτή η πίεση θα καταλήγει, συσσωρευμένη, στο «θεμελιακό κρίκο» που δεν είναι άλλος από τον εκπαιδευτικό της τάξης. Βασική επιδίωξη η τρομοκράτηση, η χειραγώγηση και η υποταγή των εκπαιδευτικών. Η μετατροπή τους από λειτουργούς της εκπαίδευσης σε πειθήνιους «υπαλληλίσκους». Μη μας διαφεύγει, εδώ, η βασική αρχή της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης. Υποταγμένος και χειραγωγημένος δάσκαλος, δημιουργεί υποταγμένους και φοβισμένους μαθητές, τους αυριανούς πολίτες και εργαζόμενους δηλαδή.
Να φορτώσει όλες της ευθύνες για τα κακώς κείμενα του εκπαιδευτικού συστήματος στον αποδιοπομπαίο τράγο, δηλαδή στους δασκάλους και τους καθηγητές. Παραγνωρίζοντας με εξόφθαλμα αντιεπιστημονική προσέγγιση το κοινωνικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο του σχολείου αλλά και των δομικών παραμέτρων που σαφέστατα επηρεάζουν την ποιότητα του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου. Εκτός αν πιστέψουμε ότι η Κεραμέως και το επιτελείο των «αρίστων» στο υπουργείο της, δεν έχουν γνώση και εικόνα για το ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό των δαπανών για την Παιδεία, για τις ακατάλληλες αίθουσες, τα λιγοστά μέσα, το μεγάλο αριθμό μαθητών ανά τμήμα, την έλλειψη εκπαιδευτικού προσωπικού, την τεράστια ύλη των μαθημάτων, τη διαφορά επιπέδου στο πολιτισμικό κεφάλαιο των μαθητών.
Η πιο απροκάλυπτη επιδίωξή τους, είναι η προώθηση του Σχολείου της Αγοράς, αφού η Σχολική Μονάδα αντιμετωπίζεται σαν Ανώνυμη Εταιρεία ενώ οι γονείς και οι μαθητές σαν πελάτες και η γνώση ως εμπόρευμα. Με διατάξεις του νομοσχεδίου ανοίγει διάπλατα η πόρτα του σχολείου στις χορηγίες επιχειρήσεων ή εύπορων παραγόντων και γενικά στην προσέλκυση πόρων, εκτός κρατικού προϋπολογισμού. Το αποτέλεσμα θα είναι να οδηγηθούμε, με μαθηματική ακρίβεια, στην κατηγοριοποίηση, στην υποχρηματοδότηση, στη συγχώνευση και τελικά στο κλείσιμο όσων σχολείων δεν ανταποκριθούν στα παραπάνω κριτήρια. Αυτή είναι και η εμπειρία που προκύπτει από όσες χώρες εφαρμόστηκε αυτό το μοντέλο αξιολόγησης. Σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Νοτίου Αφρικής και κυρίως στην Αγγλία, από την εποχή της Θάτσερ. Υποβάθμιση και διάλυση της δημόσιας παιδείας, ραγδαία ανάπτυξη της ιδιωτικής εκπαίδευσης, ασφυκτικός πειθαρχικός έλεγχος των εκπαιδευτικών, μειώσεις στους μισθούς τους και απολύσεις.
Η εμφανώς ιδεοληπτική στάση της κυβέρνησης για τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας εντάσσεται στο σκληρό πυρήνα των θεωρήσεων του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Καλλιεργεί το μύθο ότι για τα ψηλά επίπεδα ανεργίας ευθύνονται οι θεσμοί της εκπαίδευσης. Ενώ υπάρχουν άφθονες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, δεν διαθέτουμε το κατάλληλα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό. (Στην πραγματικότητα ισχύει ακριβώς το αντίθετο).

Το συγκεκριμένο νομοθετικό τερατούργημα δεν αποτελεί μια πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά προσπάθεια αντιμεταρρύθμισης στην εκπαίδευση. Να θυμίσουμε την πρόσφατη απόπειρα της Δεξιάς να επιβάλλει τιμωρητική ατομική αξιολόγηση στους εκπαιδευτικούς αλλά και τη διάλυση της τεχνικής – επαγγελματικής εκπαίδευσης μέσα σε μια νύχτα, με την ταυτόχρονη απόλυση 2.500 καθηγητών διαφόρων ειδικοτήτων. (Πρωθυπουργός Σαμαράς, υπουργός Παιδείας Αρβανιτόπουλος).

Το νομοθέτημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη διαπνέεται από εκδικητική μανία εναντίον των εκπαιδευτικών αλλά και από μια γενικότερη κατεδαφιστική εμμονή. Η κυρία «υπουργός ιδιωτικής εκπαίδευσης και υπηρέτησης οικονομικών συμφερόντων», μετράει ήδη δυο βαριές ήττες :

την αποδόμηση και τελικά τη γελιοποίηση της διαδικασίας εκλογής υπηρεσιακών εκλογών για την ανάδειξη των αιρετών του κλάδου στα Υπηρεσιακά Συμβούλια (93% αποχή).
το μπλοκάρισμα της εφαρμογής της Αξιολόγησης σε επίπεδο Σχολικής Μονάδας, αφού η συμμετοχή των συναδέλφων στην απεργία – αποχή που κήρυξαν η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ υπήρξε σχεδόν καθολική.
Επιπλέον, είναι φανερό πως ένας από τους ανομολόγητους στόχους συγκεκριμένων διατάξεων είναι να υπονομευτεί η δημοκρατική κουλτούρα που επικρατεί στα σχολεία σήμερα και να αντικατασταθεί με τον ανταγωνισμό, τις εντάσεις και το φόβο, σε βάρος της συλλογικότητας και της συνεργατικότητας.

Ο νόμος αυτός θα καταρρεύσει και δεν πρόκειται να εφαρμοστεί στην πράξη. Ο εξουσιαστικός τους οίστρος βασίζεται στο συμβολισμό της υποταγής και προσπαθεί να επιβάλλει τον αυταρχισμό και την πειθάρχηση, έννοιες που είναι ασύμβατες με το περιεχόμενο της σύγχρονης δημοκρατικής εκπαίδευσης. Αρκεί να αναφέρουμε ότι ακόμη και την έννοια της επιμόρφωσης, που αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, την έχουν εντάξει στο τιμωρητικό πλαίσιο, αφού εκεί θα παραπέμπονται εκείνοι που θα αξιολογηθούν ως ανεπαρκείς.

Ο κορμός του προτεινόμενου νομοθετικού πλαισίου, αποτελεί συμπύκνωμα της «έκθεσης Πισσαρίδη» και των πορισμάτων του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση, σε κράτη – μέλη του. Αποτελείται από αποσπασματικές διατάξεις, είναι ουσιαστικά μια κακή αντιγραφή μοντέλων που εφαρμόστηκαν με αποτυχία σε άλλες χώρες και αντικειμενικά δεν συνδέονται με την ελληνική πραγματικότητα. Κυρίως όμως, θα έχει την τύχη που είχαν προγενέστερα αντίστοιχα νομοθετήματα, γιατί δεν εξασφαλίζει τη συναίνεση των βασικών συντελεστών της εκπαιδευτικής διαδικασίας : των εκπαιδευτικών. Οι οποίοι ούτε τεμπέληδες είναι ούτε φοβούνται την αξιολόγηση, ενώ διαθέτουν ολοκληρωμένες και επιστημονικά τεκμηριωμένες προτάσεις για το καίριο αυτό ζήτημα, τις οποίες η πολιτική ηγεσία του υπουργείου ουδέποτε έλαβε υπόψιν της.

Το επόμενο διάστημα θα ενταθεί ο αγώνας του εκπαιδευτικού κινήματος, με τη συνδρομή των γονέων, των μαθητών αλλά και των εργαζόμενων της χώρας, για την εξασφάλιση του δικαιώματος στη μόρφωση των παιδιών τους και παράλληλα για την υπεράσπιση της δημόσιας, ποιοτικής και δωρεάν εκπαίδευσης.

Αν υπήρχε η δυνατότητα, να αξιολογηθούν οι υπεύθυνοι για τη σημερινή κατάσταση στα σχολεία της χώρας, στο πλαίσιο του κυβερνητικού δόγματος «όποιος αξιολογεί , αξιολογείται», είναι βέβαιο ότι οι φορολογούμενοι πολίτες θα επέλεγαν την τελευταία κλίμακα, στη διαβάθμιση : «ανεύθυνοι» – «ανεπαρκείς» – «ανίκανοι» – «επικίνδυνοι».

Η δημόσια εκπαίδευση και οι λειτουργοί της θα είναι παρόντες και στην επερχόμενη προσπάθεια της χώρας να ορθοποδήσει, μετά τη δεκαετή οικονομική και υγειονομική κρίση.

Εκείνοι που θα απουσιάζουν, ακόμη μια φορά, θα είναι η υπουργός της «γαλάζιας αριστείας», ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ολόκληρος ο θλιβερός θίασος που στελεχώνει την κυβέρνηση του.

Σιώχος Ορέστης, MSc

στη Διοίκηση και Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος.

Μέλος της Γραμματείας της Νομαρχιακής Επιτροπής Τρικάλων του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ.