Το 626 μ.Χ. η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, με το μεγαλύτερο μέρος του βυζαντινού στρατού, είχε εκστρατεύσει εναντίον των Περσών. Τότε οι Πέρσες συμμάχησαν με τους Αβάρους και με πολυάριθμο στρατό πολιόρκησαν την πρωτεύουσα του Βυζαντίου από στεριά και θάλασσα. Ο πρωθυπουργός Βώνος και ο Πατριάρχης Σέργιος οργάνωσαν υπεράνθρωπη αντίσταση και απέκρουσαν τις σφοδρές επιθέσεις των εχθρών. Ο άμαχος πληθυσμός κατέκλυζε τις εκκλησίες και προσευχόταν στο Θεό και στη Θεοτόκο για τη σωτηρία της Πόλης.
Ο Πατριάρχης με την εικόνα της Παναγίας περιφερόταν στα τείχη και εμψύχωνε τους πιστούς υπερασπιστές. Η τελική επίθεση όμως είχε ξεσπάσει και οι αμυνόμενοι φαινόταν ότι δε θα άντεχαν για πολύ ακόμη. Τότε συνέβη κάτι απροσδόκητο και φοβερό. Μια πολύ δυνατή θύελλα ξέσπασε ξαφνικά και τα εχθρικά καράβια, που πολιορκούσαν τη Βασιλεύουσα, άρχισαν να καταποντίζονται το ένα μετά το άλλο. Έντρομοι οι εχθροί εγκατέλειψαν την πολιορκία και τράπηκαν σε φυγή.
Ένα μεγάλο θαύμα είχε γίνει και οι υπερασπιστές της Πόλης απέδωσαν τη σωτηρία τους στην πολιούχο τους Θεοτόκο. Το βράδυ της επόμενης μέρας, όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στον ιερό ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους. Εκεί όλοι μαζί έψαλλαν όρθιοι τον Ύμνο στην Παναγία, που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Ακάθιστος Ύμνος».
Όπως είναι φυσικό ένας τέτοιος ύμνος δεν θα μπορούσε να συντεθεί σε μία νύκτα. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση ο ύμνος είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνο. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλλει «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει», με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια».
Ο «άγνωστος» δημιουργός
Ο Ακάθιστος Ύμνος αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας. Η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική, εμπλουτισμένη από πολλά κοσμητικά επίθετα καθώς και από σχήματα λόγου αντιθέσεις, μεταφορές, και παραστατικές εικόνες. Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του.
Η παράδοση της εκκλησίας αναφέρει τρεις εκδοχές για το ποιος μπορεί να είναι ο δημιουργός του ύμνου. Η επικρατέστερη είναι ότι τον ύμνο συνέθεσε ο μεγάλος υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ. Ρωμανός ο Μελωδός καθώς σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου. Η δεύτερη εκδοχή θέλει ως δημιουργό τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ ο όποιος έζησε τα γεγονότα της πολιορκίας και επειδή σε μια λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου. Η τρίτη εκδοχή παρουσιάζει ως δημιουργό του Ακάθιστου Ύμνου τον Κοσμά τον Μελωδό. Η εκδοχή αυτή βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της Μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται ο μοναχός Κοσμάς να κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη».
Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον Ιερό Φώτιο τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον 7ο μέχρι τον 8ο αιώνα. Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού, ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου.
Η δομή του ύμνου
Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του αποτελούν το ιστορικό μέρος. Μέσα απ’ αυτόν εξιστορούνται τα γεγονότα του Ευαγγελισμού από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, της επίσκεψης της Παρθένου στην Ελισάβετ, της προσκύνησης του Θείου Βρέφους από τους Μάγους και τους ποιμένες, της Υπαπαντής και της αποδημίας στην Αίγυπτο. Οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στην ενανθρώπηση του Yιού του Θεού και στην συμβολή του για τη σωτηρία των ανθρώπων. Σ’ αυτή τη θεία επέμβαση για τη σωτηρία μας η συμβολή της Θεοτόκου υπήρξε καθοριστική, αφού αποδέχθηκε, ως εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους, να φέρει στον κόσμο το Σωτήρα Χριστό.