Δοχειάρης ακτίστου φωτός

ΔΟΧΕΙΑΡΗΣ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
Στον Χρήστο Γιανναρά.

Στην απέναντι όχθη,
χωρίς τη σκιά των πραγμάτων σου ανασαίνεις,
μα στην κοίτη ανασυντάσσεσαι των λέξεων.
Συλλαβίζοντας το Ἐν Τούτῳ Νίκα,
σε ήχο πλάγιο, διασχίζεις
τις γραμμές αρχαίων γραφών, ιερογλυφικών,
που μυστικά ψιθυρίζουν τα άρρητα ρήματα
του έβδομου ουρανού.

Εκεί στις υπώρειες της φωταύγειας
του αείποτε μελιζόμενου και ουδέποτε διαιρούμενου,
μέλος ραψωδών μελίζεις αδιάκοπα
ωδές, ιδιόμελα, κοντάκια, αίνους, ψαλμούς, τελεστιχίδες,
καταβασίες, απολυτίκια, τροπάρια,
μπολιάζοντάς τα με αχούς ξενιτεμένους, πολυφωνικούς,
όπου τη γεύση της εμπειρίας και της αλήθειας
δεν την ορίζουν μήτε λέξεις ιπτάμενες,
μήτε προτάγματα εφήμερα του ετοιμόρροπου κόσμου.

Τον χρόνο δρασκελίζεις συμπυκνώνοντας μέρες·
με δίψας στα χείλη σημάδια
να βυθιστείς λαχταράς στης κοίτης τη μνήμη,
δοχείο να γίνεις του ακτίστου φωτός.

Σε λαξεμένους από χαράς δάκρυα βράχους,
που σημαδεύουν το τέλος ευωχίας πυρρίχιου χορού,
ζυμώνεις τη μετοχή στην καθομοίωση
με την πηγή της ζωής,
διάκονος της αναίτιας αιτιώδους αρχής των κτισμάτων.

Σοφοκλής Απ. Μητρούσιας