ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Γεννήθηκε το 1877 στο Κέρτς της Κριμαίας και το κοσμικό του όνομα ήταν Βαλεντίν Γιασενέσκι. Ο πατέρας του ήταν παπικός και ορθόδοξη μητέρα του, η οποία τον ανάθρεψε τυπικά ορθόδοξα. Νωρίς είχαν μετακομίσει στο Κίεβο, όπου ο Βαλεντίν σπούδασε ιατρική. Έλαβε το πτυχίο του το 1903 ως οφθαλμίατρος.
Στα 1904 ξέσπασε ο Ρωσο – Ιαπωνικός πόλεμος, όπου ο Βαλεντίν βρέθηκε στο μέτωπο ως επιτυχημένος στρατιωτικός χειρούργος ιατρός. Εκεί γνώρισε τη σύζυγό του Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάστηκε ως ιατρός σε διάφορες περιοχές. Οι επιτυχίες του τον έκαμαν διάσημο. Μελέτησε και εφάρμοσε πρωτοποριακές μεθόδους αναισθησίας, ενώ στον τομέα της οφθαλμολογίας ήταν πρωτοπόρος. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 εκλέχτηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Όμως την ίδια χρονιά είχε ξεσπάσει η επανάσταση των Μπολσεβίκων, η οποία κήρυξε απηνή διωγμό κατά της Εκκλησίας. Οι πιστοί υφίσταντο παντοειδείς διώξεις. Ο Βαλεντίν ήδη είχε ανακαλύψει την ορθόδοξη πνευματικότητα και είχε γίνει πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός και γι’ αυτό έγινε στόχος των αθέων μαρξιστών. Στο Πανεπιστήμιο εκδήλωνε ανοικτά την πίστη του, προκαλώντας την αγανάκτηση και το μίσος των άθεων συναδέλφων του. Κάποιος νοσοκόμος τον συκοφάντησε και το καθεστώς τον συνέλαβε. Ευτυχώς, με θαυματουργικό τρόπο, αθωώθηκε και αφέθηκε ελεύθερος. Όμως πέθανε η σύζυγός του από φυματίωση και αναγκάστηκε να εμπιστευτεί την επιμέλεια των παιδιών του στην πιστή νοσοκόμα Σοφία Σεργκέγεβνα.
Από τις πρώτες ημέρες το άθεο καθεστώς δημιούργησε μια ψευδοεκκλησία, τη λεγόμενη «Ζώσα Εκκλησία», για να ελέγχει τους πιστούς, να τους διαιρεί και να τους απομακρύνει από την αληθινή Εκκλησία. Ο Βαλεντίν έμεινε πιστός στην αληθινή μαρτυρική και διωκόμενη Εκκλησία. Μετά την υπεράσπιση με σθένος του αρχιεπισκόπου Τασκένδης Ιννοκεντίου, εκείνος του πρότεινε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος. Δέχτηκε και στις 21 – 1 -1921 έγινε η χειροτονία του. Παράλληλα συνέχιζε να εργάζεται στο Πανεπιστήμιο. Το 1923, μετά την απομάκρυνση του Ιννοκεντίου εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Τασκένδης, αφού εκάρη πρώτα μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Λουκάς. Ταξίδεψε κρυφά στο Πεντζικέντ για να λάβει τη χειροτονία του ως επίσκοπος.
Αυτό θεωρήθηκε ως αντικαθεστωτική ενέργεια, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Στη φυλακή ολοκλήρωσε το πρωτοπόρο επιστημονικό του σύγγραμμα: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίου απαγόρευσαν την έκδοση επειδή ο συγγραφέας επέμενε να γραφεί στο εξώφυλλο η επισκοπική του ιδιότητα! Κατόπιν αποφασίστηκε η μετακίνησή του στη Μόσχα, όπου έπαθε το πρώτο του καρδιακό επεισόδιο, και κατόπιν στη Σιβηρία στην πόλη Γενισέισκ και αργότερα 2000 χιλιόμετρα μακρύτερα, στην πόλη Τουρουχάνσκ. Οι συνθήκες διαβίωσής του ήταν τραγικές, τα ενδύματα ελαφρά και το φαγητό σπάνιο. Παρ’ όλα αυτά ο Λουκάς προσέφερε δωρεάν τις ιατρικές του υπηρεσίες στο λαό της περιοχής. Αυτό δεν άρεσε στους άθεους του καθεστώτος, οι οποίοι τον μετακίνησαν πάνω από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο. Η υγεία του επιδεινώθηκε επικίνδυνα. Έμεινε δύο μήνες και κατόπιν επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ, λόγω απαίτησης των κατοίκων. Μετά οκτώ μήνες, αφέθηκε ελεύθερος.
Γύρισε στην Τασκένδη, αλλά αντιμετώπιζε απίστευτες διώξεις από τους καθεστωτικούς, επειδή δεν ήθελε να αποβάλλει το σχήμα του κληρικού. Δεν του επέτρεπαν να ασκεί το ιατρικό επάγγελμα φορώντας τα ράσα. Ούτε να μπει στο χειρουργείο φορώντας τον Τίμιο Σταυρό. Αναγκάστηκε σε παραίτηση από το επισκοπικό θρόνο και κατόπιν οδηγήθηκε ξανά στη Βόρεια Ρωσία ως εξόριστος. Εκεί έχασε την όρασή του από το ένα μάτι. Εκδίδονται τα συγγράμματά του χωρίς τη θέλησή του, και χωρίς την αρχιερατική του ιδιότητα. Αφέθηκε ελεύθερος και εγκαταστάθηκε στο Λένινγκραντ, όπου ασκούσε το επάγγελμα του ιατρού δωρεάν. Αυτό ενόχλησε το καθεστώς τον οποίο συνέλαβαν και πάλι και τον οδήγησαν στη Σιβηρία εξορία.
Τον Ιούνιο του 1941 εισβάλουν τα χιτλερικά στρατεύματα στη Ρωσία. Ο εξόριστος επίσκοπος ιατρός ζήτησε να πάει εθελοντής στο μέτωπο. Εκεί έδειξε πρωτοφανή ηρωισμό και αυτοθυσία, σώζοντας χιλιάδες τραυματίες. Το Κόμμα αναγνώρισε την προσφορά του και τον έκανε αρχίατρο και υπεύθυνο 150 στρατιωτικών νοσοκομείων. Μετά το τέλος του πολέμου, το 1946 βραβεύτηκε με το βραβείο Στάλιν, για την προσφορά του στην πατρίδα και την επιστήμη.
Στα 70 του χρόνια έγινε αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, αναλαμβάνοντας ένα τιτάνιο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο. Προσπάθησε με απίστευτες δυσκολίες να αναδιοργανώσει την τοπική εκκλησία. Οι εγκάθετοι του Κόμματος τον πολεμούσαν λυσσαλέα. Δεν του επιτρέπουν να ασκήσει το επάγγελμα του ιατρού σε δημόσιο νοσοκομείο, γι’ αυτό αναγκάζεται να ασκεί την ιατρική εθελοντικά, χωρίς αμοιβή. Κήρυττε νυχθημερόν και έγραφε. Όμως η όρασή του άρχισε να μειώνεται δραματικά. Το 1956 τυφλώθηκε οριστικά. Εν τω μεταξύ νέο κύμα διώξεων κατά της Εκκλησίας είχε κηρύξει ο Νικήτας Κρουτσώφ. Και πάλι στο στόχαστρο ο ασθενής, ταλαιπωρημένος και τυφλός επίσκοπος Λουκάς. Τα Χριστούγεννα του 1960 λειτούργησε για τελευταία φορά. Την Κυριακή των Αγίων Πάντων, 11 Ιουνίου 1961 κοιμήθηκε ειρηνικά. Στην εξόδιο ακολουθία του, παρ’ όλα τα εμπόδια, που έβαλε το καθεστώς, συμμετέσχε χιλιάδες λαού, ώστε η κηδεία του θύμιζε λαϊκή επανάσταση. Στη συνείδηση του λαού ήταν ήδη άγιος. Το Νοέμβριο του 1995 έγινε η αγιοκατάταξή του και το Μάρτιο του 1996 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του, τα οποία ευωδίαζαν. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Ιουνίου και θεωρείται θαυματουργός.