Στον πλημμυροπαθή Πετρόπορο εορτάστηκε η Παγκόσμια Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.
Ὁ Τίμιος Σταυρὸς, Χριστιανοί μου, εἶναι τὸ κορυφαῖο σύμβολο θυσίας καὶ ἁγιασμοῦ, γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Σταυρωμένου καὶ ἐν ταυτῷ Ἀναστημένου Χριστοῦ, διότι ὁ Σταυρὸς μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση εἶναι οἱ δύο σημαντικοὶ πυλῶνες, πάνω στοὺς ὁποίους στηρίζεται ἡ ζωὴ ὅσων «εἰς Χριστὸν» ἔχουν βαφτισθεῖ καὶ ἐνδυθεῖ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στὸ Σταυρό, δὲν κρύβει τὴν καύχησή του, γιὰ τὸ Ἱερὸ Σύμβολο. Στὶς ἐπιστολὲς του, συναντᾶμε πλεῖστα χωρία, στὰ ὁποῖα ἐξυμνεῖ τὴ σημασία τοῦ Σταυροῦ, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ, καὶ οἱ ἀποστολικοὶ Πατέρες ὁμιλοῦν καὶ αὐτοὶ μὲ σεβασμὸ καὶ τιμὴ πρὸς τὸ Ἱερὸ Σύμβολο, μέσῳ τοῦ ὁποίου ἐπιτεύχθηκε ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν ἀπολυτρωτικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ τιμὴ, ποὺ ἀποδίδει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πρὸς τὸν Τίμιο Σταυρό, τὴ 14η Σεπτεμβρίου καὶ ὄχι μόνο, ξεκινᾶ στοὺς πρώτους ἀποστολικοὺς χρόνους, διὰ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν ἐπακολουθησάντων ἀποστολικῶν Πατέρων. Ἔτσι, μέχρι τοὺς τωρινοὺς καιρούς, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας μας, διασώζει ἀνόθευτη τὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ διδασκαλία καὶ ἀποδίδει τὴν προσήκουσα τιμὴ στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν ὄργανο καὶ σύμβολο τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, προσφέροντας στὸν καθένα τὴ δυνατότητα νὰ προσέλθει, στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τοῦ ὑψωμένου Τιμίου Σταυροῦ, ὁ ὁποῖος, γιὰ πρώτη φορά, ὑψώθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Μακάριο, ὅταν αὐτοκράτορας στὸ Βυζάντιο ἦταν ὁ Μ. Κωνσταντῖνος.
Σύμφωνα μὲ τὴν ἱερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀμέσως μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἡ ἁγία Ἑλένη τὸν ἀσπάσθηκε καὶ τὸν παρέδωσε στὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Μακάριο, ὁ ὁποῖος ὕψωσε ψηλὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τὸν δοῦν οἱ παρευρισκόμενοι χριστιανοί. Ἕνα παρόμοιο περιστατικὸ ἔγινε λίγα χρόνια μετά, τὸ 335, τὴν ἑπομένη τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως. Γιὰ μία τρίτη καὶ τελευταία φορὰ πραγματοποιήθηκε ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τὸ ἔτος 628. Εἶναι ἡ ἐποχὴ, ποὺ ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἡράκλειος πολεμᾶ τοὺς Πέρσες. Ὁ λαὸς αὐτός, πρὸ 14 ἐτῶν, ἔχει καταλάβει τὴν Παλαιστίνη καὶ ἔχει ἁρπάξει ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τὸν Τίμιο Σταυρό. Ὁ Ἡράκλειος νικᾶ καὶ ἐπανακτᾶ τὸν Τἰμιο Σταυρό. Στὶς 14 Σεπτεμβρίου ἔρχεται στὰ Ἱεροσόλυμα, φέροντας στοὺς ὤμους του τὸν Τίμιο Σταυρό. Φθάνει στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ παραδίδει τὸν Σταυρὸ στὰ χέρια τοῦ Πατριάρχη Ζαχαρία. Ἐκεῖνος, ὑψώνει τὸν Τίμιο καὶ Ζωοποιὸ Σταυρὸ καὶ εὐλογεῖ τὰ πλήθη τῶν χριστιανῶν, ψάλλοντας, γιὰ πρώτη φορὰ, τὸν πολὺ γνωστὸ ὕμνο «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν Σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν Σου …».
Θεολογικὰ «Σταυρὸς» σημαίνει τὸ «παθεῖν», ἐνῶ γενικότερα, σημαίνει πόνος, φτὠχεια, ἐξάρτηση, ἀνελευθερία, καταπίεση, βία, ἀσθένεια καὶ θάνατος, τὰ ὁποῖα ἀπειλοῦν, διαρκῶς, τὸν ἄνθρωπο. Ἄρα, Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ σημαίνει ἐμφάνεια τοῦ «παθεῖν». Ἡ Ὕψωση δηλώνει τὴ διαρκῆ ὑπόμνηση, τὴ διαρκῆ θέα τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Σταυρός, σύμβολο πολυσήμαντο καὶ σχῆμα πανάρχαιο, ἑνώνει παραδοξολογικὰ τὰ ἀντίθετα: τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ, τὸ ἄκτιστο μὲ τὸ κτιστό, τὸ Θεῖο μὲ τὸ ἀνθρώπινο, τὴ ζωὴ μὲ τὸν θάνατο, τὴ χαρὰ μὲ τὴ λύπη (χαρμολύπη), τὸ συνειδητὸ μὲ τὸ ἀσυνείδητο. Ὁ ἅγιος Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρείας (ΒΕΠΕΣ 7, 72) γράφει χαρακτηριστικά, ὅτι ὁ Σταυρωμένος Κύριος γίνεται «σπονδοφόρος» τῆς ψυχῆς μας, εἰρηνεύοντας τὶς ἀσυνείδητες συγκρούσεις μας. Ἐνῶ, σὰν ἀλεξικέραυνο, ὁ Σταυρὸς γειώνει τὶς ἁμαρτίες μας, ταυτόχρονα, σὰν γερανὸς, μᾶς ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ (Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, Πρὸς Ἐφεσ. ΙΧ, Ι). Ὅσο θυσιάζεται ὁ Θεάνθρωπος, τόσο δοξάζεται ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα Του. Ὅσο αὐτοπροσφέρεται, ὅσο κενώνεται ὁ ἄνθρωπος, τόσο ὁ ἴδιος «πληροῦται», ἀφοῦ μόνο ἕνας «σταυρωμένος» μπορεῖ νὰ ὑψωθεῖ! Ὅσο νεκρώνονται καὶ σταυρώνονται τὰ πάθη μας, τόσο δυναμώνει τὸ πνεῦμα μας. Ὅσο καθημερινὰ σταυρωνόμαστε ἢ «θανατούμεθα», τόσο ἀληθινὰ ζοῦμε: «Ὁ εὑρών τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτὴν» (Μάτθ. 10, 38-39)! Τότε τὸ «παθεῖν», δηλαδὴ ὁ Σταυρὸς μας, μεταβάλλεται σὲ χριστιανικὸ μαρτύριο, ὅπως συνέβη μὲ τὸν ἕνα ἐκ τῶν δύο ληστῶν. Γι’ αὐτό, κάτω ἀπὸ κάθε ἁγία Τράπεζα τίθενται λείψανα Ἁγίων, ὥστε νὰ μᾶς θυμίζει, ὅτι ἡ «δύναμη» τῆς Ἐκκλησίας «ἐν ἀσθενεία τελειοῦται» (Β’ Κόρ. 12, 9)
Ἔτσι, λοιπόν, ὅσο θεᾶται, ὑψούμενος, ὁ σταυρός, τὸ σύμβολο τοῦ θανάτου, τόσο ἀπομακρύνεται ὁ θάνατος: «θανάτῳ θάνατον πατήσας»! Ἔφαγαν οἱ Πρωτόπλαστοι ἀπὸ τὸ «δένδρο «τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ» καὶ ἀσθένησαν πνευματικά, ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα, τρῶμε ἀπὸ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, κοινωνώντας τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ θεραπευόμαστε πνευματικά: «Ξύλῳ γὰρ ἔδει τὸ ξύλον ἰάσασθαι» (Δοξαστικό τοῦ μεγάλου Ἑσπερινοῦ).
Ἀλλά, γιὰ μᾶς σήμερα, τί νόημα ἔχουν ὅλα αὐτά; Πῶς μποροῦν νὰ λειτουργήσουν πρακτικὰ στὴν καθημερινή μας ζωή; Τί σημαίνει καθημερινὴ Ὕψωση τοῦ δικοῦ μας «σταυροῦ»; Καθημερινὸ σταύρωμα σημαίνει ἀδιάλειπτο πνευματικὸ ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν καὶ τῶν σατανικῶν πειρασμῶν. Ἡ ψυχικὴ αὐτὴ σταυρικὴ θυσία διενεργεῖται στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς μας, στὸν δικό μας Γολγοθᾶ, ὅπου ὁ νοῦς μεταβάλλεται σὲ βωμὸ Ἁγίας Τραπέζης καὶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα μας, σὲ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Αὐτοὶ ποὺ ἀνήκουν στὸ Χριστό», λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ἔχουν σταυρώσει τὴ σάρκα τους μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, ὅπως ἀκριβῶς κάποιος θὰ ἔλεγε, αὐτοὶ ἔχουν δείξει, ὅτι ἡ σάρκα ἔχει καταστεῖ ἀνίκανη καὶ ἀνενεργής, γιὰ ἁμαρτωλὲς πράξεις. Ἔχουν παλέψει μαζί της τόσο ἀποτελεσματικά, ὥστε ἔχει καταστεῖ γι’ αὐτοὺς ὑπεράνω παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, διότι ὅταν εἶναι καρφωμένος κανεὶς σὲ ἕνα σταυρὸ καὶ ἔχει τρυπηθεῖ μὲ ἐκεῖνα τὰ καρφιά, αὐτὸς εἶναι τσακισμένος, διαλυμένος ἀπὸ τὸν πόνο καὶ βασανισμένος, οὕτως εἰπεῖν, σὲ κάθε ἴνα τῆς ὕπαρξής του. Σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση αὐτὸς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, ἀλλὰ κάθε πάθος καὶ πονηρὴ ἐπιθυμία, θὰ τρεπόταν σὲ ἄτακτη φυγὴ ἀπὸ τὸν πόνο, ποὺ δὲν ἀφήνει τόπο, γιὰ ἐκεῖνα τὰ πάθη».
Ἔτσι, καθημερινὴ ὕψωση τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ σημαίνει ἐμφάνεια, σημαίνει διαρκὴς ὁρατότητα, ἀναγνωρισιμότητα καὶ παραδοχὴ τῶν συνειδητῶν καὶ ἀσυνείδητων ἐνοχῶν, ὑπαρξιακῶν κρίσεων καὶ ἐσωτερικῶν μας συγκρούσεων. Ἡ ὕψωση τῶν προσωπικῶν μας προβλημάτων εἶναι ἀναγκαία, γιατί χωρὶς τὴν ἀνάδειξη καὶ ἀνάδυση τοῦ προβλήματος, σὲ διάσταση ἐξομολόγησης, δὲν εἶναι δυνατὴ καμία αὐτοδιάγνωση ἢ ἑτεροδιάγνωση καὶ, ἄρα, δὲν ὑπάρχει θεραπεία. Ὁ πόνος ἢ ὁ «σταυρὸς» κάθε ἄπιστου ἢ ἄθεου παραμένει ἀγιάτρευτος, ἀφοῦ ἀρνεῖται, στρουθοκαμηλικὰ, ὄχι μόνο τὴν Ἀνάσταση καὶ Ὕψωση τοῦ Χριστοῦ, ἄρα, καὶ τὴ δική του, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ «σταύρωση» τὴ δική του, ποὺ εἶναι ἡ ἀβεβαιότητα, ἡ ἀγωνία, ὁ πόνο, ὁ θάνατος. Ἡ τυχὸν ἀπώθηση τοὺ «σταυροῦ» εἶναι πειρασμὸς δαιμονικός. Ἂν δὲν βυθιστεῖ κανεὶς στὸν Ἅδη τῆς ὑπάρξεώς του, δὲ θὰ μπορέσει νὰ ἀνέλθει στὸ ἀληθινὸ φῶς. Ἡ ἀναγνώριση τῶν παθῶν τοῦ ἀσυνειδήτου εἶναι προϋπόθεση, γιὰ τὴν ὁποιαδήποτε θεραπεία. Ἡ ὕψωση τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ παρέχει ἐλπίδα καὶ θάρρος, γιὰ νὰ συνεχίσουμε τὸν ὑπόλοιπο ψυχοπνευματικὸ ἀγώνα τῆς ζωῆς, ἀφοῦ μᾶς θυμίζει, ὅτι μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου, ἐπῆλθε ἡ καταλλαγή μας μὲ τὸν Θεό, καὶ, ἄρα, ἡ νίκη, ὡς ψυχοσωματικὴ σωτηρία τοῦ Ἀνθρώπου. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ἄλλωστε, ὅτι ἡ 14η Σεπτεμβρίου ἦταν, γιὰ τὸ Βυζάντιο, Ἐπέτειος πολιτικῆς νίκης, ἐξαιτίας τόσο τοῦ «ἐν τούτῳ νίκα» τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ὅσο καὶ τῆς ἀνάκτησης τοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τοὺς Πέρσες.
Πράγματι, στὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως ὑπολανθάνει μία πολεμικὴ ψυχολογία. Ἔτσι, ἡ Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ λειτουργοῦσε, γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς, ὡς κίνητρο ὑπαρκτικῆς ἀνάστασης καὶ πολιτικῆς ἐπαναβίωσης. Συνεπῶς, ἡ σταυρικὴ Ὕψωση δηλώνει θεολογικὰ τὴν πρόγευση μίας νίκης, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπὸ τὸ «παθεῖν» καὶ τὸν θάνατο. Ἡ «νίκη» αὐτή, ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Χριστός, δὲν εἶναι μία νίκη ἠθική, νομικὴ ἢ «πνευματική», ἀλλὰ ὀντολογικὴ καὶ ἀναφέρεται σὲ ὁλόκληρη τὴν κτίση, ὡς ἡ καθολικὴ σωτηρία της. Ἐνῶ, προχριστιανικὰ, ὁ «σταυρὸς» προκαλοῦσε φθορὰ καὶ θάνατο, μετὰ Χριστὸ, καθίσταται «θεραπεία τῆς κτίσεως», παρατηρεῖ ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Κατὰ τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο (MPG 7, 1086), ὁ Κύριος, μὲ τοὺς ἥλους τοῦ σταυροῦ, καθάρισε τὴν ἄγρια γῆ. Ἐπίσης, κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο (ΒΕΠΕΣ 30, 95.112), ἡ Σταύρωση τοῦ Κυρίου καθάρισε τὸν ἀέρα καὶ κάθε μέρος τῆς κτίσεως. Τοῦτο ἐφαρμόζει ἡ Ἐκκλησία μας στόν Ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων, κατὰ τὴ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων.
Ἔτσι, πανηγυρίζουμε καὶ ἑορτάζουμε σήμερα, τὸ κατόρθωμα τοῦ «σταυροῦ», τοῦ ὁποίου ἀναστάσιμη χρήση ἔκανε Πρῶτος ὁ Κύριος. Ἐνῶ, δηλαδή, πρόκειται γιὰ θυσία καὶ θάνατο, αἰσθανόμαστε χαρά. Πρόκειται, γιὰ τὸ φαινόμενο τῆς ἱερῆς ἀμφιθυμίας: «Αὐτὸν ἀσπασώμεθα τῇ χαρᾷ καὶ τῷ φόβῳ, φόβῳ διὰ τὴν ἁμαρτίαν, ὡς ἀνάξιοι ὄντες, χαρᾷ δὲ διὰ τὴν σωτηρίαν, ἥν παρέχει τῷ κόσμῳ» (Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων τοῦ Σταυροῦ).
Ἀλλά, μὲ τί τρόπο θὰ μπορέσουμε νὰ ἐπιτύχουμε, στὴν καθημερινή μας ζωὴ, τὴν ὕψωση τοῦ προσωπικοῦ μας «σταυροῦ»; Ἐμφάνεια τοῦ σταυροῦ σημαίνει, τὸ νὰ μὴ θεωροῦμε, πὼς ἡ ὅλη πραγματικότητα ἐξαντλεῖται στὸ λογικό, «ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἔλλησι δὲ μωρίαν» (Ἃ’ Κόρ. 22-23), κάτι, ποὺ, σχετικὰ πρόσφατα ἀποδέχτηκε καὶ ἡ Κβαντοφυσική. Ἀκόμη, ὁ προσωπικός μας σταυρὸς ὑψώνεται συνειδητὰ καθημερινά, ὅταν διαρκῶς ἔχουμε, πρὸ ὀφθαλμῶν, τὴ «νίκη» κατὰ τοῦ κακοῦ, ποὺ πέτυχε ὁ Χριστὸς πάνω στὸ Σταυρό. Ἀκόμα, ἡ ὕψωση μέσα μας διενεργεῖται, μὲ τὴ συμμετοχή μας στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή, μὲ τὴν κοινωνία μας στὰ μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Θ. Εὐχαριστίας, ὅπου ὁ πιστὸς ἀποκτᾶ τὴ Χάρη, ποὺ ἔρευσε ἀπὸ τὸ Σταυρό. Στὴν κατάσταση τῆς θέωσης, ὁ πιστὸς ὄχι μόνο «βλέπει», προγευόμενος, ἀοράτως, σὰν ἀληθινὸς προφήτης, τὴ δόξα τῆς ἀναστάσεώς του, ἀλλὰ καὶ τῆς δικῆς του ὑψώσεως: «Πάτερ, οὕς δέδωκας μοι, θέλω, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κακεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἥν δέδωκας μοι» (Ἰω. 17,24). Τέλος, ἐπειδὴ ἡ Χάρη τοῦ Σταυροῦ δὲν λειτουργεῖ αὐτόματα, πάγια καὶ μαγικά, ἐπιβάλλεται καὶ, ἡ ἀπὸ μέρους μας, συνεργιακῶς, ἀσκητικὴ «θυσία», ψυχικὴ νήψη, ἐγρήγορση, προσευχή, σωματικὴ νηστεία, ἐγκράτεια καὶ ὑλικὴ φιλανθρωπία. Ἡ κατάσταση τῆς κατάνυξης καὶ τῆς χαρμολύπης, ποὺ δημιουργεῖ στὴν ψυχή μας ἡ παρουσία καὶ θέα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, μᾶς κάνει νὰ ὑπομένουμε, μὲ καρτερία καὶ ὑπομονὴ, τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς, δηλαδὴ, νὰ ὑπομένουμε τὸν προσωπικό μας σταυρὸ (Μάτθ.16:24), ἐλπίζοντας, στὴν ἐπερχόμενη ἀνάσταση, μεταφορικὰ καὶ κυριολεκτικά. Αὐτὴ, ἡ ἀκράδαντη πίστη, μᾶς δίνει δύναμη καὶ μᾶς κάνει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴ ζωὴ μὲ αἰσιοδοξία..
Χριστιανοί μου,
Ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας ἔχει ὡς βάση τὴν παύλειο ἀρχὴ «εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν, ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῶ, εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ.6,8-9). Γιὰ νὰ μπορεῖ, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος νὰ λάβει τὸν θεῖο ἁγιασμὸ, μέσω τοῦ Σταυροῦ, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ πιστέψει στὸ Λυτρωτὴ Χριστὸ καὶ στὴν σταυρικὴ ἀπολυτρωτική Του Θυσία. Ἐπίσης, πρέπει νὰ σταυρώσει καὶ αὐτὸς τὸν ἑαυτό του, ὅπως καὶ ὁ Χριστός, νὰ συσταυρωθεῖ μαζί Του. Ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι μία ἀκόμα εὐκαιρία γιὰ ὅλους μας, νὰ σκεφτοῦμε τὶς ἄπειρες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, στὴ ζωή μας. Νὰ στρέψουμε τὸ βλέμμα μας στὸ ἐκθαμβωτικὸ Φῶς τοῦ Σταυροῦ, προκειμένου νὰ διαλύσουμε τὸ σκοτεινὸ ἔρεβος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ψυχῆς μας. Δὲν ἔχουμε πολλὲς ἐπιλογές, ἢ ἀποδεχόμαστε τὴ λυτρωτικὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ σωζόμαστε, ἢ παραμένουμε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας καὶ φορεῖς τοῦ κακοῦ καὶ χανόμαστε. Ἡ πρόσκληση καὶ ἡ πρόκληση, πρὸς τὴ λύτρωση εἶναι πάντα ἀνοιχτή, ἀρκεῖ νὰ πάρουμε τὴ μεγάλη ἀπόφαση καὶ νὰ τὴν ἀποδεχτοῦμε. Ἀμήν.