Το αμερικανικό Κογκρέσο αθώωσε χθες Σάββατο τον Ντόναλντ Τραμπ στη δεύτερη, ιστορική δίκη του τέως προέδρου των ΗΠΑ με την κατηγορία της υποκίνησης σε εξέγερση.
Σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Τζο Μπάιντεν, ένα νέο ιστορικό κεφάλαιο ανοίγει.
Ιστορικοί θα συζητούν επί μακρόν τον αντίκτυπο της βίαιης επίθεσης της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο και τις επιπτώσεις στην αμερικανική δημοκρατία.
Αλλά βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, ποιες θα είναι οι συνέπειες στους κύριους παράγοντες της πολιτικής ζωής;
Ντόναλντ Τραμπ: Η μεγάλη ασάφεια
Ακόμα κι αν η αγωνία ήταν σχεδόν μηδενική, η απαλλαγή στη δίκη της Γερουσίας είναι προφανώς μια ανακούφιση για τον Ντόναλντ Τραμπ.
Βραχυπρόθεσμα, αυτή η ψηφοφορία του δίνει την ευκαιρία να επαναφέρει ένα από τα αγαπημένα επιχειρήματα της εκστρατείας του: να παρουσιάζεται ως μάρτυρας, το θύμα ενός αδιάκοπου «κυνηγιού μαγισσών».
Ο μόνος πρόεδρος στην ιστορία που παραπέμφθηκε δύο φορές σε δίκη στη Γερουσία, είναι επίσης ο μόνος πρόεδρος που αθωώθηκε δύο φορές. «Αυτό μπορεί να είναι ένα σύνθημα συσπείρωσης: Να διατείνεται ότι βρέθηκε αδίκως στο στόχαστρο και από την Αριστερά και από τον Τύπο», δήλωσε η Κάπρι Καφάρο, πρώην βουλευτής των Δημοκρατικών και καθηγήτρια στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο.
Αντιδρώντας στην απόφαση της Γερουσίας, ο Τραμπ φάνηκε να δίνει ραντεβού με το μέλλον. «Το σπουδαίο, ιστορικό και πατριωτικό κίνημά μας, Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά (Make America Great Again), μόλις άρχισε», ανέφερε σε μια ανακοίνωση που εξέδωσε λίγο μετά την αθώωση του.
Ωστόσο, η εξίσωση, που λειτούργησε κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της προεδρικής του θητείας, έγινε πιο περίπλοκη μετά τη σκοτεινή ημέρα της 6ης Ιανουαρίου και τη βία που διαπράχθηκε από τους υποστηρικτές του.
Πολλοί Ρεπουμπλικάνοι αξιωματούχοι έχουν αποστασιοποιηθεί, κάτι που αποτελεί σημαντικό μειονέκτημα ενόψει μιας πιθανής παλινόρθωσης, ακόμη και αν η ικανότητα του δισεκατομμυριούχου μεγιστάνα να γαλβανίζει τα πλήθη παραμένει σημαντικό πλεονέκτημα.
Χωρίς αιρετό αξίωμα, στερημένος του λογαριασμού του στο Twitter, αποκλεισμένος στο γκολφ κλαμπ του στο Μαρ-α-Λάγκο, σε απόσταση μεγαλύτερη των 1.300 χιλιομέτρων από την Ουάσινγκτον, ίσως δυσκολευτεί να κάνει τη φωνή του να ακουστεί.
Ιδιαίτερα γιατί η κούρσα για τις προεδρικές εκλογές του 2024 έχει ανοίξει ήδη ορέξεις.
Μία από τις πιθανές υποψήφιες για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων στις εκλογές του 2024, η Νίκι Χέιλι, έκοψε δεσμούς λέγοντας ότι ο Τραμπ δεν μπορεί να διεκδικήσει μια νέα προεδρική θητεία το 2024, θεωρώντας ότι «πρόδωσε» το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα με την επίμονη άρνησή του να παραδεχθεί την ήττα του στις προεδρικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου.
«Πήρε ένα μονοπάτι που δεν έπρεπε να είχε ακολουθήσει, και δεν θα έπρεπε να τον ακολουθήσουμε, και δεν θα έπρεπε να τον ακούσουμε. Και δεν πρέπει ποτέ να το αφήσουμε να ξεκινήσει ξανά», είπε την περασμένη Πέμπτη η πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ.
Ρεπουμπλικανικό Κόμμα: Το μεγάλο εργοτάξιο
Αφού ευθυγραμμίστηκε -μερικές φορές απρόθυμα αλλά πάντα υπάκουα- πίσω από τον Τραμπ επί τέσσερα χρόνια, το GOP (Ρεπουμπλικανικό Κόμμα) διανύει μια περίοδο τεράστιας αναταραχής.
Μια χούφτα εκλεγμένων αξιωματούχων βοούν ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η θέση του Τραμπ και ότι αυτός είναι ο φυσικός υποψήφιος για το 2024.
«Αυτό είναι το δικό του κόμμα. Δεν ανήκει σε κανέναν άλλο», είπε πριν από λίγες μέρες, η Ρεπουμπλικανή βουλευτής Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν, που στηρίζει από καιρό θέσεις του ακροδεξιού συνωμοσιολογικού QAnon.
Εντούτοις, πολλά ηγετικά στελέχη του κόμματος επιθυμούν μια φρέσκια αρχή. Αντιμέτωποι με δημοσκοπήσεις που παραμένουν κολακευτικές για τον Τραμπ, αναρωτιούνται πώς να γυρίσουν σελίδα: Βίαια; Αργά; Ανεπαίσθητα;
Πέρα από το τραύμα της 6ης Ιανουαρίου, το κόμμα του χρεώνει την απώλεια του ελέγχου της Γερουσίας: η άρνησή του να παραδεχτεί την ήττα του για περισσότερο από δύο μήνες “ξεχαρβάλωσε” το GOP ενόψει των εκλογών του Ιανουαρίου στην Τζόρτζια για το Κογκρέσο, με τους Δημοκρατικούς να κερδίζουν τις δύο έδρες στην Γερουσία.
Παραμένει ένα ανησυχητικό σημείο στη στρατηγική του κόμματος: η στήριξη στον Τραμπ κατά τη διάρκεια της δίκης του στη Γερουσία, που καθοδηγήθηκε από την επιθυμία να μην εξοργιστεί ο τέως πρόεδρος, μπορεί να έχει ένα εκλογικό κόστος.
«Οι γερουσιαστές που ψήφισαν υπέρ της αθώωσης μπορεί να προστάτεψαν τους εαυτούς τους από πιο ακραίους υποψηφίους του κόμματός τους στις ενδιάμεσες εκλογές, αλλά έγιναν και αυτοί πιο ευάλωτοι στις πραγματικές εκλογές», δήλωσε η Γουέντι Σίλερ, από το Πανεπιστήμιο Μπράουν.
Ο ηγέτης των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, Μιτς ΜακΚόνελ κρύφτηκε πίσω από νομικά ζητήματα, ψηφίζοντας χθες υπέρ της απαλλαγής Τραμπ. Αλλά αμέσως μετά δήλωσε ότι ο τέως πρόεδρος είναι «στην πραγματικότητα» και «ηθικά» υπεύθυνος για τη βία της 6ης Ιανουαρίου.
Εκατό Αμερικανοί πρώην αξιωματούχοι κυκλοφόρησαν την ιδέα τις τελευταίες ημέρες για τη δημιουργία ενός νέου κεντροδεξιού κόμματος που θα συγκέντρωνε τους Ρεπουμπλικάνους που επιθυμούν την εκκαθάριση από τον Τραμπισμό.
Αλλά οι πιθανότητες να σπάσει το αμερικανικό μοντέλο, το οποίο βασίζεται ιστορικά στον δικομματισμό, φαίνονται εξαιρετικά μικρές.
Τζο Μπάιντεν: Ο ορίζοντας καθαρός
Και για τον Τζο Μπάιντεν, το γεγονός ότι η δίκη του προκατόχου του ήταν εξαιρετικά γρήγορη (διάρκειας πέντε ημερών) είναι ανακουφιστικό, καθώς φοβόταν ότι η δίκη θα προκαλούσε παρεμβολές στην έναρξη της θητείας του.
Πλέον, η Γερουσία θα έχει περισσότερο χρόνο να αφιερωθεί στην επικύρωση διορισμών των μελών της κυβέρνησης του Δημοκρατικού προέδρου και στην ψήφιση νομοθετικών της προτεραιοτήτων.
Ευρύτερα, ο Μπάιντεν μπορεί τώρα να εφαρμόσει τη στρατηγική του χωρίς θορύβους: εστίαση στη μάχη κατά του Covid-19 αγνοώντας τον προκάτοχό του.
Παραμένει ένα πολύ πιο λεπτό έργο στο τέλος αυτής της πρωτοφανούς ιστορικής ακολουθίας: να ενώσει, όπως υποσχέθηκε στην προεκλογική του εκστρατεία, μια διχασμένη Αμερική.
Με πληροφορίες από AFP, ΑΜΠΕ