Το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ιταλία ήταν αναμενόμενο αλλά απασχολεί σοβαρά ολόκληρη την Ευρώπη. Αξιωματούχοι και πολιτικοί αναλυτές επιχειρούν να εντοπίσουν τις βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στην επικράτηση του συνασπισμού της Μελόνι και προσπαθούν να προβλέψουν τις οικονομικές και πολιτικές συνέπειες. Μένει να δούμε πώς θα κινηθεί η επόμενη ιταλική κυβέρνηση, φαίνεται όμως ότι οι ανησυχίες από τη συμμαχία δεξιάς και ακροδεξιάς είναι δικαιολογημένες.
Είναι χρήσιμο να βγάλουμε από τις εκλογές στην Ιταλία τα κατάλληλα πολιτικά συμπεράσματα. Έλληνες και οι Ιταλοί είναι «ούνα φάτσα – ούνα ράτσα» με ομοιότητες όχι μόνο στην εμφάνιση αλλά και στη νοοτροπία και την πολιτική συμπεριφορά.
Η προτεραιότητα στην καλοπέραση (Ντόλτσε Βίτα) είναι κοινό γνώρισμα των δύο λαών και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί Ελλάδα και Ιταλία είναι οι χώρες με το υψηλότερο δημόσιο χρέος (πρώτη η Ελλάδα με 189,3% του ΑΕΠ, δεύτερη η Ιταλία με 152,6% – στοιχεία της Eurostat).
Το μεσογειακό ταμπεραμέντο καθοδηγεί και τη στάση απέναντι στους πολιτικούς. Οι Ιταλοί ενθουσιάζονται εύκολα και παρασύρονται από τις προεκλογικές υποσχέσεις (όπως και στην Ελλάδα). Το ίδιο όμως εύκολα απογοητεύονται και στις εκλογές επιλέγουν την ψήφο διαμαρτυρίας (όπως και στην Ελλάδα). Φίλοι από την Ιταλία μου μετέφεραν ότι ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος θέλησε να τιμωρήσει την προηγούμενη κυβέρνηση Ντράγκι (στην οποία δεν συμμετείχε η Μελόνι) επειδή δεν έκανε καμία προσπάθεια να περιορίσει τις οικονομικές ανισότητες και αδιαφόρησε για εκείνο το κομμάτι της ιταλικής κοινωνίας που υποφέρει οικονομικά περισσότερο από την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση (όπως γίνεται και στην Ελλάδα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη).
Φαίνεται πάντως ότι η Δεξιά δεν κέρδισε πολλούς καινούργιους ψηφοφόρους. Ο ελληνοϊταλός αναλυτής Τζιαν Αντρέα Γκαραντσίνι παρατηρεί ότι το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων του Κέντρου και της κεντροαριστεράς ήταν μεγαλύτερο από το 43% που πέτυχε ο συνασπισμός Δεξιάς – ακροδεξιάς, επειδή το εκλογικό σύστημα στην Ιταλία δεν ευνοεί τα κόμματα αλλά τους συνασπισμούς κομμάτων. Εάν είχαν καταφέρει στην κεντροαριστερά να συμμαχήσουν με το Κίνημα των 5 Αστέρων και τα μικρά κόμματα του Κέντρου – μεταξύ αυτών και το κόμμα του άλλοτε πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι – θα μπορούσαν να προσεγγίσουν ένα ποσοστό κοντά στο 50%, αποτρέποντας την νίκη της ακροδεξιάς.
Ο Αντρέα Γκαραντσίνι εκτιμά ότι ο ηγέτης της κεντροαριστεράς Ενρίκο Λέτα έκανε δύο σοβαρά λάθη:
1) Ξεκίνησε την προεκλογική εκστρατεία λέγοντας «δεν συνεργάζομαι με κανέναν» και όταν άλλαξε τακτική ήταν πολύ αργά.
2) Η στρατηγική του περιορίστηκε στην αποκάλυψη του φασιστικού παρελθόντος της Μελόνι και όχι στην παρουσίαση ενός αξιόπιστου κυβερνητικού προγράμματος.
Στην Ελλάδα φαίνεται ότι ο Τσίπρας δεν πρόκειται να κάνει τα ίδια λάθη. Απηύθυνε εγκαίρως πρόταση – έκκληση προς τα αντιδεξιά κόμματα για σχηματισμό Κυβέρνησης από κεντροαριστερό συνασπισμό και ταυτόχρονα έκανε σαφές το περίγραμμα ενός κοινού προγράμματος με τρεις άξονες που αποτελούν αναγκαιότητα:
1. Ενίσχυση των δημοκρατικών Θεσμών που εξασφαλίζουν την διαφάνεια, τη λογοδοσία, την ελεύθερη έκφραση και την αμερόληπτη απονομή Δικαιοσύνης.
2. Κανόνες για τη λειτουργία της οικονομίας που θα βάζουν φραγμό στα φαινόμενα κερδοσκοπίας και σκανδαλώδους πλουτισμού.
3. Επαρκή χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους και ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών προκειμένου να διατηρηθεί η συνοχή της κοινωνίας που σήμερα κινδυνεύει με διάλυση.
Ο καθένας ας κάνει τις συγκρίσεις και ας αναλογιστεί τι πρέπει να γίνει αν θέλουμε να μας γίνει μάθημα το πάθημα της Ιταλίας. Στην Ελλάδα βιώσαμε την τραυματική εμπειρία της αναβίωσης του φασισμού με τη δράση της Χρυσής Αυγής αλλά και τρία χρόνια μιας αυταρχικής κυβέρνησης που διολισθαίνει σε ακροδεξιές πρακτικές κάθε μέρα και περισσότερο. Το ειρωνικό σχόλιο του Αντρέα Γκαραντσίνι τα λέει όλα:
«Εκτιμώ ότι η Μελόνι δεν θα βάλει στην κυβέρνηση στελέχη με φασιστικό παρελθόν. Θα έλεγα ότι στη νέα ιταλική κυβέρνηση θα υπάρχουν λιγότεροι νοσταλγοί του ναζισμού απ’ ότι στη σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας».