Ἀφοῦ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνδύθηκε τόν παλαιό Ἀδάμ, δηλαδή ἔγινε ἄνθρωπος, καί ἀφοῦ ἐκτέλεσε ὅλα τά ἐπιβαλλόμενα ἀπό τόν ἰουδαϊκό Νόμο, πῆγε στόν ᾿Ιωάννη, γιά νά βαπτισθεῖ. Ὄχι γιατί ὁ Ἴδιος τό εἶχε ἀνάγκη, ἀλλά γιά νά ξεπλύνει τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν ντροπή τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ καί νά ἐνδύσει τή γυμνότητά της μέ τήν πρώτη στολή πού ἀσταποβολᾶ τή θεϊκή λάμψη.
Ὁ Ἰωάννης ἐκήρυττε τό βάπτισμα τῆς μετάνοιας καί ἔτρεχε πρός αὐτόν ὁλόκληρη ἡ Ἰουδαία. Ὁ Κύριος κηρύττει τό βάπτισμα τῆς υἱοθεσίας, καί ποιός ἀπό αὐτούς πού ἔχουν ἐλπίσει σ’ Αὐτόν δέν θά ὐπακούσει; Τό βάπτισμα ἐκεῖνο (τοῦ Ἰωάννου) ἦταν ἡ εἰσαγωγή, τό βάπτισμα αὐτό (τοῦ Κυρίου) εἶναι τό τελειωτικό. Ἐκεῖνο ἦταν ἡ ἀποχώρηση ἀπό τήν ἁμαρτία, αὐτό εἶναι ἡ οἰκείωση μέ τό Θεό. Μέ τή βάπτισή Του ὁ Χριστός ἀπό τόν Ἰωάννη, ἔδωσε ἕνα τέλος καί στό τυπικό αὐτό βάπτισμα, ὅπως τρώγοντας γιά τελευταία φορά τό Ἰουδακό Πάσχα τό κατάργησε καί ἐγκαινίασε τό Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Κατά τή βάπτιση τοῦ Κυρίου ἐφάνηκε ὁ Υἱός Θεός, ἀλλά ἀποκαλύφθηκε καί ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως χαρακτηριστικά ψάλλει καί ὁ ὑμνωδός στό ἀπολυτίκο τῆς ἑορτῆς: «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομέ-νου Σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις». Ὁ Υἱός ἐβαπτιζόταν, τοῦ Πατρός ἡ φωνή ἀκουγόταν καί τό Ἅγιο Πνεῦμα κατερχόταν «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Ἔτσι ὁ Χριστός ἔγινε πρωτότο-κος ὅλων ἐκείνων πού ἀναγγενιοῦνται πνευματικά καί ὀνομάζει ἀδελφούς ὅσους συμμετέχουν στήν ὅμοια μέ Αὐτόν γέννηση δι’ ὕδα-τος καί Πνεύματος.
Μόλις ὁ Χριστός ἐβαπτίσθηκε, ἁγίασε ὅλη τή φύση τῶν ὑδά-των καί ἔθαψε μέσα στά ρεῖθρα τοῦ ᾿Ιορδάνου κάθε ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων. ῎Ετσι λοιπόν ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός ἀνακαί-νισε καί ἀνέπλασε τόν παλαιωθέντα ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο καί τοῦ χάρισε τήν οὐράνια Βασιλεία. Αὐτή ἡ ἑνότητα τοῦ οὐρανοῦ καί γῆς φανερώθηκε κατά τή βάπτιση τοῦ Χριστοῦ μέ τό ἄνοιγμα τῶν οὐρανῶν.
Ὁ κατερχόμενος στόν Ἰορδάνη Θεάνθρωπος συντρίβει τίς κεφαλές τῶν ἀοράτων δρακόντων καί ἐλευθερώνει τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἐξουσία τους. Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει στή βάπτιση τοῦ Κυρίου μέ τή μορφή περιστερᾶς, γιά νά γνωρίζουμε καί ἐμεῖς, ὅταν βαπτιζόμαστε, ὅτι καί σέ μᾶς κατεβαίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μέ τή βάπτισή Του στόν Ἰορδάνη ὁ Χριστός μᾶς ἐξάγει ἀπό τή σκιά τοῦ νόμου καί μᾶς εἰσάγει στήν καινή Χάρη.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ γιά τήν ἐπιφάνεια τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ[1]. Ἀλλοῦ τονίζει ὅτι διά Χριστοῦ «ἐπεφάνη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις»[2]. Στήν ἐπιφάνεια τῶν ψευδῶν θεῶν ἡ Ἐκκλησία ἀντέταξε τήν ἐπιφάνεια τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ καί Βασι-λέως Χριστοῦ, τήν ἀληθινή Θεοφάνεια. «Γῆ Ζαβουλών καί γῆ Νε-φθαλείμ, ὁδόν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐ-θνῶν, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου, φῶς ἀνέτει-λεν αὐτοῖς»[3]. Μέ αὐτή τήν προφητεία τοῦ Ἡσαΐου ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀρχίζει νά ὁμιλεῖ γιά τήν ἔναρξη τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ Κυρίου, τῆς ἐπιφανείας Του μεταξύ τοῦ λαοῦ.